Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.075 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελαφρο- [elafro] & ελαφρό- [elafró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (λαϊκότρ.) αλαφρο- [alafro] & λαφρο- [lafro] & αλαφρό- [alafró] ή λαφρό- [lafró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. προσθέτει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό τη σημασία: 1. (σε σύνθετα ονόματα) επιπόλαιος: ελαφρόλογος, ελαφρόμυαλος· ~μυαλιά· αλαφροΐσκιωτος, αλαφρόμυαλος, λαφρόμυαλος, λαφρομυαλιά. 2. (σε σύνθετα ρήματα) τη σημασία λίγο, μόλις και μετά βίας: ~κοιμάμαι, ~πατώ. 3. ελαφρός, όχι βαρύς, όχι σοβαρός: ~ποινίτης, ANT βαρυ-· ελαφρόποινος.
[αρχ. ἐλαφρο- θ. του επιθ. ἐλαφρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἐλαφρό-νους `ελαφρόμυαλος΄· μσν. αλαφρο- < ελαφρο- ( [e > a] κατά την εξέλ. ελαφρός > αλαφρός): μσν. αλαφρο-κέφαλος· μσν. λαφρο- θ. του επιθ. λαφρ(ός) -ο- < ελαφρός με αποβ. του αρχ. άτ. φων.: μσν. (παράγωγο) λαφρώνω]
- ηλιόχαρος -η -ο [ilóxaros] & λιόχαρος -η -ο [lóxaros] Ε5 : (λογοτ.) που φωτίζεται άπλετα από τον ήλιο, έτσι ώστε να δίνει μια εικόνα που δημιουργεί ένα συναίσθημα χαράς και ευτυχίας: Hλιόχαρη / καταγάλανη η θάλασσα. Είναι μια μέρα ηλιόχαρη και γελαστή.
[λόγ. ηλιο- + χαρ- (χαίρομαι) -ος· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- Λ, λ το [lámδa] (άκλ.) : 1. το ενδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο λάμδα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Λ' ή λ' = τριάντα ή τριακοστός: Στη σελίδα λδ' (= 34η) της εισαγωγής. || 'Λ ή 'λ = τριάντα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Λ ή λ = ενδέκατος: Οι ραψωδίες Λ [lámδa] της Iλιάδας και λ της Οδύσσειας.
[αρχ. Λ (σημιτ. προέλ.)· προφ. [l], διπλό <λλ>: προφ. [ll] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και λάμδα)]
- λα το [lá] Ο (άκλ.) : 1. η έκτη νότα της ευρωπαϊκής μουσικής κλίμακας. 2. η κλίμακα που αρχίζει από τη νότα λα: Συμφωνία σε ~ μείζονα / ελάσσονα. 3. χορδή μουσικού οργάνου, η οποία παράγει το λα: Tο ~ του βιολιού.
[ιταλ. la]
- λάβα η [láva] Ο25α : 1. διάπυρη ρευστή μάζα από λιωμένα υλικά, που βγαίνει από κρατήρες ενεργών ηφαιστείων: H ~ του ηφαιστείου απείλησε με καταστροφή τη γύρω κατοικημένη περιοχή. 2. (μτφ.) για κτ. ορμητικό ή και καταστροφικό: Πυρωμένη ~ ο έρωτάς της.
[ιταλ. lava]
- λάβαρο το [lávaro] Ο41 : 1. σημαία με τα χρώματα ή και τα εμβλήματα σωματείων, συλλόγων, κομμάτων: Tα πολύχρωμα λάβαρα κυμάτιζαν στον αέρα. (έκφρ.) υψώνω* το ~ της επανάστασης. κάνω κτ. ~, το προβάλλω πάρα πολύ, το κάνω σύμβολο. 2. (εκκλ.) κομμάτι υφάσματος με ιερές παραστάσεις που περιφέρεται σε θρησκευτικές τελετές, συνήθ. αναρτημένο σε κοντάρι: Περιέφεραν το ιερό ~. 3. (ιστ.) είδος σημαίας των Ρωμαίων και των Bυζαντινών.
[λόγ. < ελνστ. λάβαρον < λατ. laba r(um) -ον `σημαία με την εικόνα του στρατηγού΄]
- λαβδακισμός ο [lavδakizmós] Ο17 : η συχνή χρήση και κυρίως η ελαττωματική άρθρωση του φθόγγου [l].
[λόγ. < ελνστ. λαβδακισμός]
- λάβδανο το [lávδano] Ο41 : θαμνώδες φυτό και το κολλώδες έκκριμά του που χρησιμοποιούνταν στη φαρμακευτική.
[λόγ. < νλατ. laudanum, συμφυρ. του λατ. ladanum < αρχ. λάδανον (σημιτ. προέλ., πρβ. αραβ. lādan) & του λατ. laudo (ιατρ. σημ.: `συστήνω σαν αντίδοτο΄)]
- λαβείν το [lavín] Ο (άκλ.) : για εμπορικούς λογαριασμούς και λογιστικά βιβλία, ποσό που έχει κανείς να παίρνει· πίστωση. ANT δούναι. (έκφρ.) δούναι* και ~.
[λόγ. < αρχ. λαβεῖν απαρέμφ. αορ. του ρ. λαμβάνω]
- λαβή η [laví] Ο29 : 1. το τμήμα που συνήθ. προεξέχει και από το οποίο μπορεί κάποιος να πιάσει, να κρατήσει ή να χειριστεί ένα αντικείμενο· (πρβ. χερούλι): ~ σπαθιού / όπλου / μαχαιριού. Ξίφος με ασημένια ~. ΦΡ δίνω ~, παρέχω πρόφαση, αφορμή, ευκαιρία: H συμπεριφορά του έδωσε ~ σε ποικίλα σχόλια. 2. (αθλ.) το πιάσιμο, με ορισμένο τρόπο, του αντιπάλου στην πάλη: Εξουδετέρωσε τον αντίπαλο με μια εξαρθρωτική ~. ~ καράτε / ζίου ζίτσου / τζούντο.
[λόγ. < αρχ. λαβή]