Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2.044 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θέτω [θéto] -ομαι, τίθεμαι [tíθeme] Ρ αόρ. έθεσα, απαρέμφ. θέσει, παθ. τίθεμαι, τίθεσαι, τίθεται, τιθέμεθα, τίθεστε, τίθενται, και (προφ.) θέτομαι, πρτ. γ' πρόσ. ετίθετο, ετίθεντο, αόρ. τέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ετέθη, ετέθησαν, απαρέμφ. τεθεί : 1. (λόγ.) βάζω, τοποθετώ. ΦΡ ~ τον δάκτυλον* εις τον τύπον των ήλων. 2α. σε περιφράσεις: ~ σε εφαρμογή / σε κίνηση / σε λειτουργία, βάζω. ~ νόμους. ~ κπ. ή κτ. υπό αμφισβήτηση / επιτήρηση / κηδεμονία / έλεγχο / κρίση / απαγόρευση. H επανάσταση του 1821 έθεσε τέρμα στην τουρκική κυριαρχία. Tίθεμαι σε εφαρμογή / σε κίνηση / σε λειτουργία, μπαίνω. Tίθεμαι επικεφαλής, μπαίνω. β. βάζω: ~ τις βάσεις / τα θεμέλια (της δημοκρατίας / της παιδείας κτλ.). Tέθηκαν οι βάσεις για την ανάκαμψη της οικονομίας. Έθεσε στη ζωή του υψηλούς στόχους. ~ όρους. 3. με αφηρημένα ουσιαστικά όπως π.χ. θέμα, ζήτημα, ερώτημα κτλ.: H κυβέρνηση θα θέσει θέμα εμπιστοσύνης στη βουλή. Οι ακροατές έθεσαν ερωτήματα στον ομιλητή. Aύριο θα τεθεί το θέμα στην κοινοβουλευτική ομάδα. (έκφρ.) δεν τίθεται θέμα* / ζήτημα*. ~ (κτ.) υπόψη* κάποιου. ΦΡ ~ επί τάπητος*. ~ κπ. ή κτ. εκτός μάχης*. ~ κπ. εκποδών*.
[λόγ. < μσν. θέτω < ελνστ. αόρ. *ἔθεσα (αναλ. προς το σχ.: αρχ. πίπτω `πέφτω΄ - αόρ. αρχ. ἔπεσον, ελνστ. ἔπεσα) του αρχ. ρ. τίθημι (θέμα θεσ- / θετ-, π.χ. προστ. θές, θέτε, συγγ. θέσις, θετός)· λόγ. < αρχ. τίθεμαι]
- νταβαντούρι το [davadúri] & νταβατούρι το [davatúri] & ταβατούρι το [tavatúri] Ο44 : (οικ.) θόρυβος, φασαρία που δημιουργούν πολλοί άνθρωποι μαζί, σε χαρούμενη συγκέντρωση ή σε συμπλοκή, σε επεισόδιο: Έγινε μεγάλο ~· ΣYN ΦΡ έγινε μεγάλο πανηγύρι.
[ταβ-: τουρκ. tevatür `διάδοση, κοινή μαρτυρία΄ -ι και υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] · νταβ-: ηχηροπ. του αρχικού [t > d] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα - ντομάτα και ηχηροπ. του μεσοφ. [t] ]
- νταβάς 1 ο [davás] & ταβάς ο [tavás] Ο1 : είδος μικρού στρογγυλού ταψιού με ψηλά χείλη, που συνήθ. έχει δύο χέρια για να το κρατούν.
[τουρκ. tava -ς και ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] ]
- ντελάλης ο [delális] & τελάλης ο [telális] Ο11 : αυτός που ανακοίνωνε φωναχτά στους δρόμους αποφάσεις ή διαταγές της διοίκησης ή άλλα γεγονότα που αφορούσαν τους κατοίκους ενός τόπου: Οι προεστοί έβαλαν ντελάληδες να διαλαλήσουν τον ερχομό των Tούρκων. ΦΡ βγάζω ντελάλη, κοινολογώ κτ. που θα έπρεπε να το κρατήσω μυστικό: Δεν μπορείς να του εμπιστευτείς τίποτε, γιατί θα βγάλει αμέσως ντελάλη.
[τελ-: μσν. *τελάλης (πρβ. μσν. τελάλισσα) < τουρκ. tellâl (από τα αραβ.) -ης· ντελ-: ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-te > tonde > ton-de] ]
- ντεπόζιτο το [depósito] & τεπόζιτο το [tepósito] Ο41 : μεγάλο μεταλλικό, συνήθ. τετράγωνο δοχείο για υγρά και κυρίως για νερό ή για υγρά καύσιμα: Tρύπησε το ~.
[ιταλ. deposito `φυσική ή τεχνητή δεξαμενή΄· αποηχηροπ. του αρχικού [d > t] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: ντομάτα - τομάτα]
- ντοματοπολτός ο [domatopoltós] & τοματοπολτός ο [tomatopoltós] Ο17 : πελτές από ντομάτες.
[λόγ. ντομάτ(α), τομάτ(α) -ο- + πολτός]
- ντοματοχυμός ο [domatoximós] & τοματοχυμός ο [tomatoximós] Ο17 : χυμός από ντομάτες.
[λόγ. ντομάτ(α), τομάτ(α) -ο- + χυμός]
- ντραπαρία η [draparía] & τραπαρία η [traparía] Ο25 : ύφασμα συνήθ. βαρύτερο και διαφορετικού χρώματος από τις κουρτίνες που τοποθετείται έτσι ώστε να καλύπτει το επάνω μέρος τους· (πρβ. ριντό): Πήρε βελούδο και έφτιαξε ~ για το παράθυρο του δωματίου.
[γαλλ. drap(erie) -αρία· αποηχηροπ. του αρχικού [d > t] αναλ. προς λ. με παρόμοια εναλλ.: ντομάτα - τομάτα]
- T, τ το [táf] (άκλ.) : 1. το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο ταυ*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμμα τα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) T' ή τ' = τριακόσια ή τριακοσιοστός. || 'T ή 'τ = τριακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακρι τικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) T ή τ = δέκατος ένατος: Οι ραψωδίες T [táf] της Iλιάδας και τ της Οδύσσειας.
[αρχ. Τ (σημιτ. προέλ.)· προφ. [t] (μετά την ελνστ. εποχή, ύστερα από [n] προφ. [d] ), διπλό <ττ>: προφ. [tt] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και ταυ)]
- ταβάνι το [taváni] & νταβάνι 2 το [daváni] Ο44 : η επάνω οριζόντια επιφά νεια που καλύπτει εσωτερικά ένα δωμάτιο και γενικά τους χώρους ενός κτιρίου· οροφή1α: ~ ψηλό / χαμηλό. ~ ξύλινο / σοβαντισμένο / ζωγραφισμένο / με γύψινες διακοσμήσεις. Ψηλός ίσαμε το ~, πάρα πολύ ψηλός. ΦΡ πέφτει το ~ να με πλακώσει*.
[τουρκ. tavan -ι· ηχηροπ. του αρχικού [t > d] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα - ντομάτα]