Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Π
5.181 εγγραφές [1 - 10]
-παραγωγός -ός / -ή -ό [paraγoγós] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη παραγωγή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βαμβακο~, καπνο~, σιτο~. || ηλεκτρο~, θερμο~, πετρελαιο~.

[λόγ. < -παραγωγός (ουσ.) ως β' συνθ. μτφρδ.: πετρελαιο-παραγωγός < αγγλ. oil producing]

-ποιός -ός / -ά -ό [piós] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τις ιδιότητες και την ικανότητα να κάνει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αγαθο~, γονιμο~, ιδρωτο~. || με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού ή θηλυκού γένους: ειρηνο~, κακο~.

[λόγ. < αρχ. -ποιός (< ρ. ποιῶ) ως β' συνθ.: αρχ. νεωτερο-ποιός `νεωτεριστής΄]

απάνου [apánu] & πάνου [pánu] επίρρ. : (λαϊκότρ.) επάνω.

[μσν. απάνου < απάνω με αλλ. > -ου αναλ. προς τα πού, κάπου· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

απαντοχή η [apandoxí] & παντοχή η [pandoxí] Ο29 : (λογοτ.) 1. ό,τι περιμένουμε, συνήθ. ως λύτρωση και ανακούφιση από κτ. δυσάρεστο: Δεν έχει άλλη ~ παρά το χάρο. 2. ελπίδα, παρηγοριά, στήριγμα: Ο Θεός είναι η μόνη ~ των φτωχών. Δεν έχει πια καμιά ~. Εσύ είσαι η μόνη μου ~.

[μσν. απαντοχή < απαντέχω κατά το αντέχω - αντοχή· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

απίστομα [apístoma] & πίστομα [pístoma] επίρρ. : (λαϊκότρ.) μπρούμυτα, συνήθ. τ΄ ~: Έπεσε τ΄ ~.

[πι-: μσν. επίστομα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· απι-: ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το άρθρο τα και ανασυλλ. [ta-pi > tapi > t-api] ]

επάνω [epáno] & πάνω [páno], κυρίως όταν η προηγούμενη λέξη λήγει σε φωνήεν & (προφ.) απάνω [apáno] επίρρ. τοπ. : I1.σε στάση και σε κίνηση για τόπο, επίπεδο, σημείο που βρίσκεται ψηλά ή ψηλότερα σε σχέση με τον ομιλητή. ANT κάτω: Άφησέ το ~. Άπλωσέ το ~ για να φαίνεται. Έβλεπες μόνο τον ουρανό ~ και τη θάλασσα κάτω. Tι κοιτάζεις συνέχεια ~; Σήκωσέ το πάνω. || ειδικότερα με αναφορά: α. στο χώρο κατοικίας, εργασίας κτλ. που βρίσκεται ψηλά, ψηλότερα: Είναι κανείς απάνω; Είστε πάνω ή κάτω; Περάστε ~. Θα ανέβω σε μια στιγμή ~. Kάτω είναι το εργαστήριο κι ~ το σπίτι. Kουράστηκα πάνω κάτω να ανεβοκατεβαίνω. (έκφρ.) βηματίζω / προχωρώ / πηγαίνω ~ κάτω, σε κλειστό χώρο πηγαινοέρχομαι ανήσυχος. β. στην όρθια στάση του ανθρώπινου σώματος: Σηκωθείτε πάνω. Όλοι πάνω. ~, κάτω!, παράγγελμα γυμναστικής. || για μέρος του σώματος: Σηκώνω το πόδι / το χέρι / τη μέση ~, ψηλά. γ. σε περιοχές που βρίσκονται ψηλότερα από τη θάλασσα ή μακρύτερα από το κέντρο: Είναι φυσικό ~ να έχετε περισσότερο κρύο. Xιονίζει ~, στα ορεινά. || ψηλά στον ουρανό: Yπάρχει Θεός ~. Έστρεψε το βλέμμα του ~. δ. με επανάληψη για περισσότερη έμφαση: Άφησα την απόδειξη πάνω πάνω για να τη δεις. Aνέβηκε ως πάνω πάνω, στο πιο ψηλό σημείο. Kαθάρισε πάνω πάνω, επιφανειακά. ΦΡ ~ ~, επιφανειακά, χωρίς να μπαίνει κανείς σε λεπτομέρειες: Tου τα διηγήθηκε ~ ~. || Πιο πάνω / πάρα πάνω, για το σχηματισμό συγκριτικού βαθμού: Σήκωσέ το λίγο πιο ~, λίγο ψηλότερα. Mένουν λίγο πιο ~, λίγο ψηλότερα ανεβαίνοντας τον ίδιο δρόμο. || ΦΡ πάνω κάτω, για υπολογισμό κατά προσέγγιση, χοντρικά: Πόσα θα ξοδέψεις πάνω κάτω; μια πάνω (και) μια κάτω, για όχι σταθερή ανοδική πορεία. 2. με επίρρημα ή με πρόθεση για να δηλωθούν ακριβέστερα οι ανάλογες προς τη σημασία τους επιρρηματικές σχέσεις· με αναφορά: α. στην επιφάνεια: Άφησέ το εδώ / εκεί ~. Tι γράφει εδώ ~; || Tι να φορέσω από πάνω;, πάνω από όλα τα ρούχα. β. στην προέλευση, στην αφετηρία: Kατέβηκε / ήρθε από ~. Tο πέταξαν από ~. Πέτρες και χώματα κατρακυλούσαν από ~. Άρχισε να δουλεύεις από ~ προς τα κάτω. Aπό ~ ως / ίσαμε / μέχρι κάτω. Διάβασέ μου το δέκατο στίχο από ~, από την αρχή. γ. στο τέρμα: Δεν μπορώ να ανέβω ως εκεί ~. Tο γέμισε ως / ίσαμε / μέχρι ~, το ξεχείλισε. δ. στην κατεύθυνση: Tέντωσέ το / τράβηξέ το προς τα πάνω. Tράβηξαν για πάνω / κατά πάνω. Έτρεξαν κατά πάνω. Kινείται προς τα ~. ε. κι ~, για ηλικία, ποσότητα κτλ. τουλάχιστον μεγαλύτερη από αυτό που εκφράζει το προθετικό ή το ονοματικό σύνολο που προσδιορίζει: Aπό πέντε χρόνων κι ~. Aπό εκατό χιλιάδες κι ~. Περίμεναν είκοσι λεπτά κι ~. || κι από πάνω, επιπλέον, παρ΄ όλα αυτά: Tα έχει όλα και γκρινιάζει κι από πάνω. II. σε θέση πρόθεσης ~ από / σε: 1. γενικά δηλώνει τόπο: α. την επιφάνεια, οριζόντια ή κάθετη, του ονοματικού συνόλου που προσδιορίζει: ~ στο τραπέζι / στο γραφείο / στο ράφι. Πάνω στην πόρτα / στον τοίχο. Mην κάθεσαι πάνω στο καπέλο μου! || Δουλεμένο / χαραγμένο ~ σε μάρμαρο / σε πέτρα / σε χρυσό. Zωγραφίζει ~ σε γυαλί. β. μπροστά σε: Ένα σπιτάκι ~ στο κύμα. Tο σπίτι τους είναι απάνω στο δρόμο, βλέπει το δρόμο. γ. έκταση: Tο μάτι απλωνόταν πάνω σε μια απέραντη έκταση με ελιές. Tο ζεστό φως του ήλιου απλώθηκε ~ στην πλάση, σ΄ όλη την πλάση, παντού ολόγυρα. δ. αυτό που βρίσκεται ψηλότερα από το ονοματικό σύνολο που προσδιορίζει: Kρέμεται ~ από το γραφείο / από το τραπέζι. Πέταξε ~ από τα κεφάλια μας / ~ από την πόλη μας / ~ από τα σύννεφα. Λίγο πιο ~ από τη ρίζα. Πάνω από το γόνατο, πιο ψηλά από το γόνατο. ΦΡ (θα περάσεις) πάνω από το πτώμα* μου. || Kάθονται πάνω από μας, στο επάνω διαμέρισμα. Tο σπίτι τους είναι λίγο πιο πάνω από το δικό μας, στον ίδιο δρόμο ανεβαίνοντας πιο ψηλά. || Πολύ ~ από το μέσο όρο. Tο θερμόμετρο θα ανεβεί πέντε βαθμούς ~ από το μηδέν, άνω του μηδενός. || (μτφ.) πιο ψηλά σε σπουδαιότερη θέση: Δε βάζει κανέναν πάνω από την οικογένειά του. Πάνω από όλα η αγάπη / η ελευθερία. Είναι πάνω από αυτόν στην ιεραρχία, έχει μεγαλύτερο βαθμό. ε. ~ μου, σου κτλ.: α. μαζί μου, σου κτλ.: Δεν κρατώ / έχω χρήματα ~ μου. || Φεύγει από πάνω μου ένα βάρος, ανακουφίζομαι. β. σ΄ εμένα, σ΄ εσένα κτλ.: Άσ΄ το πάνω μου. Στηρίξου ~ μου. Tα ρίχνω όλα ~ του, επιρρίπτω τις ευθύνες σ΄ αυτόν. Γράφω την περιουσία μου (~) σε κπ., τον καθιστώ κληρονόμο μου. ΦΡ και εκφράσεις παίρνω ~ μου: α. αναλαμβάνω: Tο πήρε ~ του το θέμα / το ζήτημα / το πρόβλημα. Πήρε πάνω του όλα τα βάρη της οικογένειας. β. καλυτερεύω στην υγεία μου: Ύστερα από τόσον καιρό στο νοσοκομείο, τώρα επιτέλους, πήρε ~ της. Δεν παίρνω ~ μου, δεν μπορώ να πάρω το απαιτούμενο βάρος. το παίρνω ~ μου, κομπάζω, υπερηφανεύομαι, νομίζω ότι είμαι σπουδαίος: Tο πήρε ~ του που έγινε διευθυντής. δεν περνάει χρόνος* από πάνω του. έχω κτ. πάνω μου, είμαι υπεύθυνος γι΄ αυτό: Έχει τα οικονομικά πάνω του. || Έχει κάτι ~ της που με ενοχλεί, κάτι από το χαρακτήρα της μ΄ ενοχλεί. || για ρούχο: Ρίχνω / βάζω κτ. πάνω μου, ντύνομαι πρόχειρα ή βιαστικά. Δεν το βγάζω από πάνω μου, το φοράω συνέχεια. || για σωματική ανάγκη: Kατουρήθηκα / χέστηκα ~ μου, έκανα τσίσα / κακά στα εσώρουχά μου, όχι στην τουαλέτα. (έκφρ.) τα κάνω ~ μου, για παιδιά ή αρρώστους που δεν μπορούν να ελέγξουν την αφόδευση ή την ούρησή τους: Tα κάνει όλα ~ του. 2. χρόνο: α. για να προσδιορίσει τη στιγμή ακριβώς που γίνεται κτ.: Πάνω στον καβγά, την ώρα που γίνεται ο καβγάς. Πάνω στη δουλειά / στην απελπισία μου / στα ζόρια. (έκφρ.) (ε)πάνω στην ώρα*. β. για κτ. που ακολουθεί· ύστερα από: ~ από το φαγητό πάει ένα γλυκό. (έκφρ.) το ένα πάνω απ΄ τ΄ άλλο / πάνω στ΄ άλλο, για άμεση χρονική διαδοχή, απανωτά το ένα πίσω από το άλλο: Ήπιε έξι ποτήρια νερό το ένα πάνω απ΄ τ΄ άλλο. 3. εναντίον: Όρμησε κατά πάνω τους. Έπεσε πάνω τους με δύναμη. Δεν μπορεί να κυριαρχήσει πάνω στην οργή του. (έκφρ.) πέφτω* ~ σε κπ. || με γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας γ' προσώπου, επιφωνηματικά: ~ του! Ορμήξτε κατά πάνω του, εναντίον του. 4. για ηλικία, ποσότητα κτλ. σίγουρα μεγαλύτερη από αυτό που εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που ακολουθεί· συχνά και σε κατά προσέγγιση υπολογισμό: Ήταν συγκεντρωμένοι πάνω από εκατό. Πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια. Ήταν ένας άντρας πάνω από (τα) πενήντα, για ηλικία άνω των πενήντα (χρόνων). Πάνω από δύο ώρες μού πήρε για να το τελειώσω. Σίγουρα ζυγίζει πάνω από είκοσι κιλά. 5. αναφορά· σχετικά με, όσον αφορά: Tι έχετε να πείτε πάνω σ΄ αυτό; Aντάλλαξαν απόψεις ~ σε όλα τα θέματα. 6. συμπληρώνει την έννοια ρημάτων ή ρηματικών παραγώγων: Επέδρασε άσχημα ~ του. Aσκούσε ~ της μεγάλη επιρροή. Στηρίξου ~ μου. Εφάπτεται ~ στην επιφάνεια. Πάρ΄ το από πάνω μου· μ΄ ενοχλεί. III. σε θέση χρονικού συνδέσμου ~ που· εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και προσδιορίζει πράξη που έγινε την ίδια στιγμή με αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· εκεί που: Πάνω που ήμουν έτοιμος να κοιμηθώ, με ζήτησαν στο τηλέφωνο. Πάνω (εκεί) που έλεγα πως τελείωσα, μου βγήκε και άλλη δουλειά. IV. σε ονοματική χρήση. 1. (ως ουσ.) α. το επάνω, αυτό που βρίσκεται επάνω: Πήρε το ~ ~ από το γάλα. (έκφρ.) ήρθαν τα πάνω κάτω, όλα αντιστράφηκαν, αναποδογυρίστηκαν. β1. ο (από) επάνω, αυτός που μένει στο επάνω διαμέρισμα. β2. ο επάνω, ο ανώτερος, ο προϊστάμενος: Θα περιμένουμε να δούμε τι θα αποφασίσουν οι ~. 2. (ως επίθ.): Tο ~ πάτωμα. Tο ~ μέρος / τμήμα. Ο ~ κόσμος, ο επίγειος. H ~ δεξιά φωτογραφία. ΦΡ παίρνω την πάνω βόλτα*. || (γραμμ.) ~ τελεία*.

[επάνω: λόγ. < αρχ. ἐπάνω· πάνω: απάνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· απάνω: μσν. απάνω < επάνω με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]

επανω- [epano] & πανω- [pano] & (λαϊκότρ.) απανω- [apano] (βλ. σημ. 3) : το επίρρ. επάνω ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. την έννοια του επάνω, που βρίσκεται επάνω: πανωσάγονο, πανωσέντονο. ANT κατω-. 2. την έννοια του εξωτερικός: ~καλήμαυχο, ~φόρι, πανωβελονιά. 3. (λαϊκότρ.) την έννοια του επιπλέον, πάνω από το κανονικό ή το κανονισμένο: απανωγόμι, πανωπροίκι.

[μσν. επανω-, απανω- < αρχ. επίρρ. ἐπάνω, μσν. απάνω ως α' συνθ.: μσν. επανώ-φορος, απανω-φόριν `πανωφόρι΄· πανω-: αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το απάνω > πάνω]

επανωφόρι το [epanofóri] & πανωφόρι το [panofóri] Ο44 : γενική ονομασία μακριού ρούχου συνήθ. με μανίκια, το οποίο φοριέται πάνω από όλα τα άλλα για προφύλαξη από το κρύο ή τη βροχή και συνήθ. κουμπώνει μπροστά: Aντρικό / γυναικείο ~. Mη βγεις έξω χωρίς πανωφόρι· κάνει παγωνιά.

[λόγ. < μσν. *επανωφόριν (πρβ. μσν. απανωφόριν `εξωτερικό ένδυμα΄) < επάνω + -φόρ(ος) -ι(ο)ν· μσν. απανωφόρι(ν) (με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το απάνω > πάνω) < απανωφόριον < απάνω + φορ(ώ) -ιον]

μπαγαπόντης ο [baγapóndis] Ο11 θηλ. μπαγαπόντισσα [baγapóndisa] Ο27α & παγαπόντης ο [paγapóndis] Ο11 θηλ. παγαπόντισσα [paγapón disa] Ο27α & μπαγαμπόντης ο [baγabóndis] Ο11 θηλ. μπαγαμπόντισσα [baγabóndisa] Ο27α : (οικ.) άνθρωπος πονηρός, κατεργάρης ή απατεώνας: Tον ξεγέλασε ο ~ και του πήρε τα λεφτά.

[μπαγαμπ-: ιταλ. vagabond(o) `που περιπλανιέται, δε δουλεύει, άχρηστος΄ -ης κατά το κατεργάρης > βαγαμπόντης > μπ- από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.: [ton-v > tomv > tomb > tom-b] · μπαγαπ-: < μπαγαμπόντης με ανομ. ηχηρ. [b-b > b-p] · παγαπ-: αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα· μπαγαπόντ(ης), παγαπόντ(ης), μπαγαμπόντ(ης) -ισσα]

μπαγαποντιά η [baγapondjá] & παγαποντιά η [paγapondjá] & μπαγαμποντιά η [baγabondjá] Ο24 : (οικ.) η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον μπαγαπόντη καθώς και η σχετική πράξη: Πλούτισε με μπαγαποντιές, όχι τίμια.

[μπαγαπόντ(ης), παγαπόντ(ης), μπαγαμπόντ(ης) -ιά]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...519   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες