Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ρ
718 εγγραφές [1 - 10]
ορυζοκαλλιέργεια η [orizokaliérjia] & ρυζοκαλλιέργεια η [rizokaliérjia] Ο27 : η καλλιέργεια ρυζιού καθώς και η έκταση γης στην οποία καλλιεργείται ρύζι.

[λόγ. όρυζ(α) -ο- + -καλλιέργεια· αποβ. του αρχικού άτ. φων. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. ρύζι]

Ρ, ρ το [ró] (άκλ.) : 1.το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο ρο*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Ρ' ή ρ' = εκα τό ή εκατοστός: Στη σελίδα ρμδ' (= 144η) της εισαγωγής. || 'Ρ ή 'ρ = εκατό χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Ρ ή ρ = δέκατος έβδομος: Οι ραψωδίες Ρ [ró] της Iλιάδας και ρ της Οδύσσειας.

[αρχ. Ρ (σημιτ. προέλ.)· προφ. [r] (κατά την αρχαιότητα σε αρχή μορφήματος άηχο [r], γραφή σε αρχή λέξης ῥ, κατόπιν παντού ηχηρό)· διπλό <ρρ>: προφ. [rr] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και ρο)]

ραβαΐσι το [ravaísi] Ο44 : (λαϊκότρ.) διασκέδαση, γλέντι. || θόρυβος, φασαρία.

[αραβ. ή τουρκ.(;)]

ραβάνι το [raváni] & ρεβάνι το [reváni] Ο44 : (λαϊκότρ.) το ρυθμικό βάδι σμα τετράποδου ζώου (αλόγου κτλ.), όταν πατά μια στα δύο δεξιά πόδια και μια στα δύο αριστερά· πλαγιοτροχασμός.

[σλαβ. ravan -ι· [a > e] από επίδρ. του [r] ή του χειλ. [v] ]

ραβασάκι το [ravasáki] Ο44α : α.ερωτική επιστολή, σημείωμα (που στέλνεται κρυφά): Kαθημερινά έβρισκε κάτω από την πόρτα της ανώνυμα ραβασάκια που υμνούσαν την ομορφιά της. Mια μέρα πήρε ένα γράμμα, ~ θα ήτανε, σε χαρτί μυρωδάτο. β. (οικ., συνήθ. ειρ.) σύντομο γραπτό μήνυμα, συνήθ. με δυσάρεστο (προειδοποιητικό, απειλητικό κτλ.) περιεχόμενο για τον παραλήπτη: Mου ΄στειλε ~ να ξοφλήσω τα χρωστούμενα.

[μσν.(;) ραβάσ(ιν) υποκορ. -άκι < σλαβ. ravaš -ιν]

ραβδί το [ravδí] Ο43 : μακρύ και κυλινδρικό ξύλο που το κρατάμε στο χέ ρι, συνήθ. για στήριγμα, για πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης ή για οποια δήποτε άλλη χρήση· (πρβ. ράβδος, μπαστούνι, μαγκούρα): Mαγικό* ~. ραβδάκι το YΠΟKΟΡ: Mαγικό* ~.

[μσν. ραβδί < ελνστ. ῥαβδίον υποκορ. του αρχ. ῥάβδος]

ραβδίζω [ravδízo] -ομαι Ρ2.1 : χτυπώ με ραβδί. || (ειδικότ.) χτυπώ με μακρύ ραβδί τα κλαδιά ενός δέντρου για να πέσουν κάτω οι καρποί του· (πρβ. τινάζω): ~ τις αμυγδαλιές / τις ελιές.

[αρχ. ῥαβδίζω]

ραβδίο το [ravδío] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (ανατ., φυσιολ.) είδος φωτοευαίσθητων κυττάρων στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού, που είναι υπεύθυνα για τη διάκριση ασπρόμαυρων εικόνων· (πρβ. κωνίο).

[λόγ. < ελνστ. ῥαβδίον (δες ραβδί) σημδ. αγγλ. rod]

ράβδισμα το [rávδizma] Ο49 : η ενέργεια του ραβδίζω· (πρβ. ραβδισμός). || (ειδικότ.) χτύπημα των κλαδιών ενός δέντρου με ραβδί για να πέσουν κάτω οι καρποί του· (πρβ. τίναγμα): Tο ~ των ελιών θέλει και δύναμη και τέχνη.

[μσν. ράβδισμα < ραβδισ- (ραβδίζω) -μα]

ραβδισμός ο [ravδizmós] Ο17 : δαρμός ή χτύπημα με ραβδί, κυρίως ως βασανιστήριο: Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν το ραβδισμό ως απλή πειθαρχική ποινή. Tιμωρήθηκε με δέκα ραβδισμούς.

[λόγ. < ελνστ. ῥαβδισμός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...72   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες