Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.413 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πτωχοκομείο το [ptoxokomío] & φτωχοκομείο το [ftoxokomío] Ο39 : κοινωφελές ίδρυμα για την προστασία φτωχών που δεν μπορούν να εργαστούν.
[λόγ. πτωχ(ός) -ο- + -κομείον κατά το νοσοκομείον· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
- πτωχοπροδρομικός -ή -ό [ptoxoproδromikós] & φτωχοπροδρομικός -ή -ό [ftoxoproδromikós] Ε1 : που έχει σχέση: 1. με το βυζαντινό ποιητή Πτωχοπρόδρομο: Πτωχοπροδρομικά ποιήματα. 2. με τον πτωχοπροδρομισμό: Πτωχοπροδρομική νοοτροπία.
[λόγ. πτωχοπρόδρομ(ος) -ικός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
- πτωχοπροδρομισμός ο [ptoxoproδromizmós] & φτωχοπροδρομισμός ο [ftoxoproδromizmós] Ο17 : η τάση που έχει κάποιος να διεκτραγωδεί τη φτώχεια ή τη δυστυχία του προκειμένου να τον λυπηθούν και να τον βοηθήσουν.
[λόγ. πτωχοπροδρομ(ικός) -ισμός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
- πτωχοπρόδρομος ο [ptoxopróδromos] & φτωχοπρόδρομος ο [ftoxopróδromos] Ο20 : αυτός που συνεχώς κλαίγεται και παραπονιέται για τη φτώχεια ή τη δυστυχία του με σκοπό να τον λυπούνται και να τον βοηθούν.
[λόγ. πτωχο- + ανθρωπων. (Θεόδωρος) Πρόδρομος (βυζαντινός ποιητής που θρηνεί την τύχη του να είναι γραμματιζούμενος και φτωχός)· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
- Φ, φ το [fí] (άκλ.) : 1. το εικοστό πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο φι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Φ' ή φ' = πεντακόσια ή πεντακοσιοστός. || 'Φ ή 'φ = πεντακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανέ να διακριτικό σημάδι, στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρη στικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Φ ή φ = εικοστός πρώτος: H ραψωδία Φ [fí] της Iλιάδας και φ της Οδύσσειας.
[αρχ. Φ· προφ. [p h] μέχρι την ελνστ. εποχή, κατόπιν [f] · (δες και φι)]
- φα το [fá] Ο (άκλ.) : 1. η τέταρτη νότα της ευρωπαϊκής μουσικής κλίμακας. 2. η κλίμακα που αρχίζει από τη νότα φα: Συμφωνία σε ~ μείζονα / ελάσσονα. 3. χορδή μουσικού οργάνου, η οποία παράγει τη νότα φα: Tο ~ του βιολιού.
[ιταλ. fa]
- φάβα η [fáva] Ο25α : 1. είδος οσπρίου που παράγεται από το φυτό λαθούρι. 2. (μαγειρ.) πηχτό, χυλώδες φαγητό που παρασκευάζεται από τους αποφλοιωμένους καρπούς του φυτού λαθούρι. 3. (μτφ., λαϊκ.) για κτ. το αποτυχημένο, το ανούσιο, που δεν ανταποκρίνεται στη φήμη του ή στις προσδοκίες: Tο έργο / το ματς αποδείχτηκε / ήταν ~. ΠAΡ ΦΡ κάποιο λάκκο* έχει η ~.
[ελνστ. φάβα τό, μεταπλ. κατά τα άλλα θηλ. σε -α ή και κατά τη λ. σούπα ή κατά το ιταλ. fava < λατ. faba (θηλ.) `ποικιλία φασολιού ή φακής΄]
- φαβορί το [favorí] Ο (άκλ.) : αυτός που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, νίκης σε αγώνα ή σε διαγωνισμό: H εθνική ομάδα της Bραζιλίας είναι το ~ για το παγκόσμιο κύπελλο. Tο άλογο με το νούμερο ένα είναι το ~ σ΄ αυτή την κούρσα.
[λόγ. < γαλλ. favori]
- φαβορίτα η [favoríta] Ο25 : τμήμα του γενιού ως προέκταση των μαλλιών πάνω από τα μάγουλα και μπροστά από τα αυτιά, σε μήκος και φάρδος που ποικίλλει: Οι φαβορίτες επανέρχονται κατά καιρούς στη μόδα.
[βεν. favorit(e) (πληθ.) -α]
- φαβοριτισμός ο [favoritizmós] Ο17 : η ευνοιοκρατία: Στις προσλήψεις του δημοσίου επικράτησε ο ~ σε βάρος της αξιοκρατίας.
[λόγ. < γαλλ. favoritisme (-isme = -ισμός)]