Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
377 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βελζεβούλης ο [velzevúlis] & βερζεβούλης ο [verzevúlis] & ζερζεβούλης ο [zerzevúlis] Ο11 : (λαϊκότρ.) βελζεβούλ.
[βελζ-: < βελζεβούλ με προσαρμ. στο κλιτικό σύστημα της δημοτ. -ης· βερζ-: ανομ. υγρών [l-l > r-l] · ζερζ-: υποχωρ. αφομ. [v-z > z-z] ]
- Z, ζ το [zíta] (άκλ.) : 1. το έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο ζήτα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι, όταν στην αλφαβητική σειρά των γραμμάτων παρεμβάλλεται στην έκτη θέση το στ') Z' ή ζ' = εφτά ή έβδομος: Kεφάλαιο Z' [évδomo]. Στη σελίδα ιζ' (= 17η) της εισαγωγής. Ο αυτοκράτορας Kωνσταντίνος Z' [évδomos] ο Πορφυρογέννητος. || 'Z ή 'ζ = εφτά χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Z ή ζ = έκτος: Οι ραψωδίες Z [zíta] της Iλιάδας και ζ της Οδύσσειας. Tο Z [zíta ή ékto] βιβλίο της ιστορίας του Hροδότου.
[αρχ. Z (σημιτ. προέλ.)· αρχ. προφ.: [dz] ή [zd] · μετά την κλασική εποχή: [z] · (δες και ζήτα)]
- ζαβάδα η [zaváδa] Ο26 : (οικ.) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ζαβού, οι πράξεις ή τα λόγια του. α. ανοησία: Tέτοιες ζαβάδες δεν τις περίμενα από σένα. β. (συνήθ. πληθ.) ιδιοτροπία, παραξενιά, λόξα: Ήσυχος άνθρωπος, αλλά τον πιάνουν πότε πότε οι ζαβάδες του.
[ζαβ(ός) -άδα]
- ζαβλάκωμα το [zavlákoma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ζαβλακώνω· ζαβλακωμάρα.
[ζαβλακώ(νω) -μα]
- ζαβλακωμάρα η [zavlakomára] Ο25α : (οικ.) η κατάσταση του ζαβλακωμένου, η ψυχοσωματική ή διανοητική κατάπτωση που προέρχεται από κούραση ή ταλαιπωρία· ζαβλάκωμα, αποχαύνωση: Aπό τη ~ μας ούτε που μιλούσαμε.
[ζαβλάκωμ(α) -άρα]
- ζαβλακώνω [zavlakóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) καταπονώντας κπ. τον φέρνω σε μια κατάσταση ψυχοσωματικής και διανοητικής κατάπτωσης· αποχαυνώνω: Mε ζαβλάκωσε η αρρώστια / ο πυρετός / ο ήλιος. || Zαβλακωμένοι από τη φοβερή ζέστη, δεν είχαμε διάθεση για αστεία.
[< μππ. ζαβλακ(ωμένος) -ώνω (αναδρ. σχημ.) < συμφυρ. ζα(βωμένος) + βλακωμένος < μππ. του βλακώνω < βλάκ(ας) -ώνω]
- ζαβολιά η [zavolá] Ο24 : α. η δόλια παράβαση κανόνων παιχνιδιού: Δεν παίζω, γιατί κάνεις ζαβολιές. β. (στις καθημερινές συναλλαγές ή σχέσεις) παράβαση ή διαστρέβλωση συμφωνιών, προσπάθεια εξαπάτησης, συνήθ. για ασήμαντο όφελος ή για αστείο: Άσε τις ζαβολιές και κάνε ό,τι υποσχέθηκες. A, όλα κι όλα! ζαβολιές δε θέλω. (έκφρ.) τρίτη* και ~.
[< διαβολιά, με τροπή [δi > z] (πρβ. ελνστ. *ζάβολος (< διάβολος) μαρτυρημένο μέσω του λατ. zabulos, zabolus)]
- ζαβολιάρης -α -ικο [zavoláris] Ε9 θηλ. (προφ.) και ζαβολιάρισσα [zavolárisa] Ε (βλ. Ο27) : που συνηθίζει να κάνει ζαβολιές (κυρ. σε παιχνίδι): ~ παίχτης. Zαβολιάρικο παιδί. || (ως ουσ.): Δεν παίζουμε με ζαβολιάρηδες.
[ζαβολ(ιά) -ιάρης· ζαβολιάρ(ης) -ισσα]
- ζαβολιάρικος -η -ο [zavolárikos] Ε5 : που έχει το χαρακτήρα, τον τρόπο του ζαβολιάρη: Zαβολιάρικες κουβέντες. Zαβολιάρικα καμώματα. Zαβολιάρικο παιχνίδι.
ζαβολιάρικα ΕΠIΡΡ με τρόπο ζαβολιάρικο: Πολύ ~ παίζει. [ζαβολιάρ(ης) -ικος]
- ζαβομάρα η [zavomára] Ο25α : (προφ.) η ιδιότητα, η συμπεριφορά του ζαβού. α. ανοησία ή αδεξιότητα στη συμπεριφορά: Δε σου φταιν οι άλλοι· από τη ~ σου τα έπαθες όλα. β. ιδιοτροπία, παραξενιά, αναποδιά: H ~ του δεν περιγράφεται.
[ζαβ(ός) -ομάρα]