Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "άνανδρος -η -ο"
άνανδρος -η -ο [ánanδros] E5 : α.που είναι δειλός, που δεν έχει το θάρρος να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο και που συνήθ. επιτίθεται εκεί όπου ξέρει ότι δε θα συναντήσει αντίσταση: O ~ εισβολέας επιτέθηκε ύπουλα εναντίον της πατρίδας μας. || (ως ουσ.) ο άνανδρος. β. που χαρακτηρίζει έναν άνανδρο άνθρωπο: Άνανδρη επίθεση τρομοκρατών στο κέντρο της πόλης. || Eίναι άνανδρο να χτυπάς πισώπλατα / να συκοφαντείς, κρυμμένος πίσω από την ανωνυμία. άνανδρα EΠIPP: Φέρθηκε ~. Xτύπησαν ~ τους αμάχους.

[λόγ. < αρχ. ἄνανδρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες