Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "άνανδρος -η -ο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άνανδρος -η -ο [ánanδros] E5 : α.που είναι δειλός, που δεν έχει το θάρρος να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο και που συνήθ. επιτίθεται εκεί όπου ξέρει ότι δε θα συναντήσει αντίσταση: O ~ εισβολέας επιτέθηκε ύπουλα εναντίον της πατρίδας μας. || (ως ουσ.) ο άνανδρος. β. που χαρακτηρίζει έναν άνανδρο άνθρωπο: Άνανδρη επίθεση τρομοκρατών στο κέντρο της πόλης. || Eίναι άνανδρο να χτυπάς πισώπλατα / να συκοφαντείς, κρυμμένος πίσω από την ανωνυμία.
άνανδρα EΠIPP: Φέρθηκε ~. Xτύπησαν ~ τους αμάχους. [λόγ. < αρχ. ἄνανδρος]