Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἑπτά
33 εγγραφές [11 - 20]
επτάλοφος -η / -ος -ο [eptálofos] Ε17 & εφτάλοφος -η -ο [eftálofos] Ε5 : (ιδ. για πόλη) που βρίσκεται, είναι χτισμένη επάνω σε εφτά λόφους: H επτάλοφη πόλη και ως ουσ. η Επτάλοφος, για τη Ρώμη και ιδίως για την Kωνσταντινούπολη.

[λόγ. < ελνστ. ἑπτάλοφος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]

επταμελής -ής -ές [eptamelís] & εφταμελής -ής -ές [eftamelís] Ε10 : που αποτελείται από εφτά μέλη: Mία ~ επιτροπή. Επταμελές δικαστήριο / διοικητικό συμβούλιο.

[λόγ. < ελνστ. ἑπταμελής· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]

επτάμηνος -η -ο [eptáminos] & εφτάμηνος -η -ο [eftáminos] Ε5 : που διαρκεί εφτά συνεχείς μήνες. || (ως ουσ.) το επτάμηνο & το εφτάμηνο, χρονικό διάστημα εφτά μηνών.

[λόγ. < ελνστ. ἑπτάμηνος, αρχ. σημ.: `εφτά μηνών΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]

επτανησιακός -ή -ό [eptanisiakós] Ε1 : που αναφέρεται, ιδίως δημιουργήθηκε, στα Επτάνησα: Επτανησιακή λογοτεχνία / σχολή.

[λόγ. Επτάνησ(ος) -ιακός < επτα- + νήσ(ος) -ος λόγ. επίδρ. στο Εφτάνησα (δες στο εφτανησιώτικος)]

επτάνιο το [eptánio] Ο40 : (χημ.) ονομασία άκυκλων οργανικών ενώσεων που είναι κεκορεσμένοι υδρογονάνθρακες και έχουν στο μόριό τους επτά άτομα άνθρακα.

[λόγ. < διεθ. hept(a)- = επτ(α)- + -ane = -άνιον]

επταπλασιάζω [eptaplasiázo] -ομαι & εφταπλασιάζω [eftaplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. εφτά φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο: Επταπλασιάστηκαν οι τιμές την τελευταία εικοσαετία.

[λόγ. < ελνστ. ἑπταπλασιάζω· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]

επταπλασιασμός ο [eptaplasiazmós] & εφταπλασιασμός [eftaplasiazmós] ο Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επταπλασιάζω.

[λόγ. < ελνστ. ἑπταπλασιασμός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]

επταπλάσιος -α -ο [eptaplásios] & εφταπλάσιος -α -ο [eftaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι εφτά φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο: H μία επιφάνεια είναι επταπλάσια από την άλλη. || (ως ουσ.) το επταπλάσιο. επταπλάσια & εφταπλάσια ΕΠIΡΡ: Kοστίζει ~ από πέρυσι.

[λόγ. < αρχ. ἑπταπλάσιος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά (σύγκρ. μσν. εφταπλασίων)]

επτάπλευρος -η -ο [eptáplevros] & εφτάπλευρος -η -ο [eftáplevros] Ε5 : (για γεωμετρικό σχήμα) που έχει εφτά πλευρές: Επτάπλευρο σχήμα, επτάγωνο. || (ως ουσ.) το επτάπλευρο & το εφτάπλευρο, γεωμετρικό σχήμα με εφτά πλευρές και εφτά γωνίες· επτάγωνο.

[λόγ. < αρχ. ἑπτάπλευρος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]

επταπλός -ή -ό [eptaplós] & εφταπλός -ή -ό [eftaplós] Ε1 αριθμτ. πολλαπλ. : 1α.που αποτελείται από εφτά μέρη: Επταπλό σκοινί. || εφτάδιπλος. β. που γίνεται εφτά φορές διαδοχικά: Επταπλή σύγκρουση. 2. που είναι εφτά φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από έναν άλλον· επταπλάσιος. επταπλά & εφταπλά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἑπταπλ(οῦς) μεταπλ. -ός για προσαρμ. στη δημοτ.· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες