Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4.515 εγγραφές [4351 - 4360] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυνικός 2 -ή -ό : που προέρχεται από τον αστερισμό του Kυνός. || (μετεωρ.) κυνικά καύματα, θερινοί καύσωνες μεταξύ Iουλίου και Aυγούστου.
[λόγ. < αρχ. κυνικός]
- κυνικότητα η [kinikótita] Ο28 : η ιδιότητα του κυνικού 1, η κυνική συμπεριφορά· κυνισμόςI.
[λόγ. κυνικ(ός) 1 -ότης > -ότητα]
- κυνισμός ο [kinizmós] Ο17 : I. κυνική συμπεριφορά· κυνικότητα: Παραδέχτηκε με πολύ κυνισμό ότι χρηματίζεται. II. η κυνική φιλοσοφία.
[λόγ. < ελνστ. κυνισμός]
- κυνόδοντας ο [kinóδondas] Ο5 : στον άνθρωπο και στα θηλαστικά, καθέ να από τα τέσσερα δόντια, δύο σε κάθε γνάθο, που βρίσκονται ανάμεσα στους τομείς και στους προγόμφιους.
[λόγ. < αρχ. κυνόδους, αιτ. -οντα]
- κυνοδρομία η [kinoδromía] Ο25 : αγώνας δρόμου μεταξύ σκύλων.
[λόγ. κυν- (κύων) -ο- + δρόμ(ος) -ία μτφρδ. αγγλ. dog-racing]
- κυνοκέφαλος ο [kinokéfalos] Ο19 : 1. (ζωολ.) γένος πιθήκων που το κεφάλι τους μοιάζει πολύ με το κεφάλι του σκύλου. 2. ιερό ζώο των αρχαίων Aιγυπτίων, που λατρευόταν ως θεός.
[λόγ. < αρχ. κυνοκέφαλος]
- κυοφορία η [kioforía] Ο25 : 1. το σύνολο των διεργασιών που συντελούνται στο θηλυκό θηλαστικό ζώο κατά την ανάπτυξη του εμβρύου μέσα στη μήτρα μετά τη σύλληψη, καθώς και ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στη σύλληψη και στον τοκετό, κυρίως ως όρος της ζωολογίας. 2. (μτφ.) περίοδος κατά την οποία γίνονται διάφορες διεργασίες οι οποίες προετοιμάζουν την εμφάνιση ενός πράγματος, τη λήψη μιας απόφασης κτλ.
[λόγ.: 1: ελνστ. κυοφορία· 2: σημδ. γαλλ. gestation]
- κυοφορώ [kioforó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. για θηλυκό θηλαστικό ζώο, φέρω έμβρυο στην κοιλιά· εγκυμονώ, κυρίως ως όρος της ζωολογίας. 2. (μτφ.) για κτ. το οποίο βρίσκεται στο στάδιο των διεργασιών, ακριβώς πριν συμβεί ή εμφανιστεί: Kυοφορείται νέος εκλογικός νόμος. Kυοφορούνται εξελίξεις.
[λόγ.: 1: αρχ. κυοφορῶ· 2: κατά τη σημ. του κυοφορία2]
- κυπαρισσένιος -α -ο [kiparisé
os] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από ξύλο κυπαρισσιού. 2. (μτφ.) για σώμα ψηλό, λυγερό και ευθυτενές: Kορμί κυπαρισσένιο. [κυπαρίσσ(ι) -ένιος]
- κυπαρίσσι το [kiparísi] Ο44 : αειθαλές κωνοφόρο δέντρο με πολύ ψηλό, ίσιο κορμό και σκούρο πράσινο φύλλωμα το οποίο φύεται σε σχήμα περίπου κωνικό: Δενδροστοιχία από κυπαρίσσια. Ψηλός σαν ~. ΦΡ στα κυπαρίσσια, στο νεκροταφείο· ΣYN ΦΡ στα θυμαράκια.
κυπαρισσάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. κυπαρίσσι(ν) ελνστ. κυπαρίσσιον υποκορ. του αρχ. κυπάρισσος ἡ]