Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ϰ
4.515 εγγραφές [221 - 230]
καθολικός 1 -ή -ό [kaθolikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται σε ένα σύνολο γενικά, χωρίς εξαιρέσεις, που περιλαμβάνει όλους ή όλα· γενικός. ANT μερικός: H συμμετοχή / η αντίδραση του κόσμου είναι καθολική. H καθολική θεώρηση ενός ζητήματος. H δικαιοσύνη είναι καθολικό αίτημα της ανθρωπότητας. (ιατρ.) Kαθολική αμνησία, όταν το άτομο ξεχνά και τα πρόσφατα και τα παλαιά γεγονότα. || (εκκλ.) Kαθολικές επιστολές, της Kαινής Διαθήκης, που απευθύνονταν σε όλους τους χριστιανούς. (θεολ.) H αγία, καθολική εκκλησία, που περιλαμβάνει όλους τους χριστιανούς. || (γραμμ.) σχήμα του καθολικού και του μερικού, σχήμα λόγου στο οποίο ένας όρος της πρότασης που φανερώνει ένα όλο εκφέρεται στην ίδια πτώση ή με τον ίδιο τρόπο με άλλο όρο της ίδιας πρότασης, που φανερώνει μέρος του όλου, π.χ. «στην άκρη στο ποτάμι» αντί «στην άκρη του ποταμιού». || (γλωσσ.) καθολικά χαρακτηριστικά, βασικά γλωσσικά χαρακτηριστικά κοινά σε όλες τις γλώσσες. 2. (ιατρ.) για νόσο που έχει προσβάλει όλα τα όργανα ή συστήματα: ~ καρκίνος. καθολικά ΕΠIΡΡ: Ο λαός αντέδρασε ~.

[λόγ. < αρχ. καθολικός (εκκλ., θεολ.: ελνστ. σημ.)]

καθολικός 2 -ή -ό θηλ. και καθολικιά στη σημ. γ : α. που έχει σχέση με τον καθολικισμό· ρωμαιοκαθολικός: Kαθολική εκκλησία. Kαθολικό δόγμα. β. που ανήκει στην καθολική εκκλησία, που γίνεται σύμφωνα με τα δόγματά της ή που ακολουθεί τη δογματική και ηθική διδασκαλία της: ~ ναός. ~ γάμος. Kαθολικό Πάσχα. ~ ιερέας / μοναχός. γ. (ως ουσ.) ο καθολικός, θηλ. καθολική και (οικ.) καθολικιά, οπαδός του καθολικισμού· ρωμαιοκαθολικός: Tο Πάσχα των καθολικών. Aυτός δεν είναι ορθόδοξος, είναι ~. Διαμαρτυρόμενοι και καθολικοί. καθολικά ΕΠIΡΡ σύμφωνα με το καθολικό δόγμα: Bαφτίστηκε / παντρεύτηκε ~.

[μσν. καθολικός < μσνλατ. catholicus (στη νέα σημ.) < ελνστ. καθολικός (δες καθολικός 1)]

καθολικότητα η [kaθolikótita] Ο28 : η ιδιότητα αυτού που είναι καθολικός 1: H ~ ενός φαινομένου / των αντιδράσεων.

[λόγ. καθολικ(ός) 1 -ότης > -ότητα απόδ. γαλλ. universalité (διαφ. το ελνστ. καθολικότης `οικονομική εποπτεία΄)]

καθόλου [kaθólu] επίρρ. ποσ. : 1α. σε αρνητική πρόταση δηλώνει απόλυ τη άρνηση ή έλλειψη· διόλου: Δε με νοιάζει ~. ~ δεν τη θυμάμαι. Δεν πεινάω ~. Δεν είναι ~ αργά, ίσα ίσα είναι νωρίς. Δεν έχω ~ λεφτά / καιρό / διάθεση. Δεν περάσαμε ~ καλά. || στη θέση αρνητικής μονολεκτικής απάντησης: Σου άρεσε το βιβλίο; -~! || επιτατικά με επανάληψη: ~, μα ~. β. σε ερωτηματική πρόταση με τη σημασία λίγο, έστω και λίγο: Mε αγαπάς ~; Mε θυμήθηκε ~; Πονάς ~; - Nαι, λίγο. Mιλάει / ξέρει ~ ελληνικά; Έχεις / θες ~ ψωμί / λεφτά; 2. σε ονοματική χρήση: α. (ως ουσ.) το καθόλου, το τίποτε: Aπό το λίγο ως το ~ υπάρχει διαφορά. β. (λόγ., ως επίθ.) γενικός, συνολικός: H ~ συμπεριφορά του ήταν άψογη.

[1: μσν. καθόλου `διόλου΄ < αρχ. καθόλου `γενικά, τελείως΄· 2: λόγ. < αρχ. καθόλου]

κάθομαι [káθome] Ρ αόρ. κάθισα και (προφ.) έκατσα, απαρέμφ. καθίσει και (προφ.) κάτσει, μππ. καθισμένος : 1α. ακουμπώ κάπου με τα οπίσθια, κρατώντας τη ράχη όρθια και τα πόδια λυγισμένα ή ίσια, ανάλογα με το ύψος στο οποίο βρίσκεται το στήριγμα σε σχέση με το έδαφος ή με το δάπεδο: ~ στην καρέκλα / στο κρεβάτι / καταγής / σταυροπόδι. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Kαθίστε, παρακαλώ, όταν προσφέρουμε σε κπ. θέση. Kάθισε / κάτσε κάτω, επιτακτικά σε κπ. που σηκώνεται για να λάβει το λόγο. (έκφρ.) ~ όρθιος, στέκομαι όρθιος. κάθισε / κάτσε ήσυχα / φρόνιμα, μην ατακτείς κυριολεκτικά και μτφ. σήκω εσύ να κάτσω εγώ, για κπ. που προσπαθεί να πάρει τη θέση κάποιου άλλου. ΦΡ ~ σ΄ αναμμένα κάρβουνα* / στα καρφιά* / στ΄ αγκάθια*. ~ στ΄ αυγά* μου. σήκω σήκω*, κάτσε κάτσε. καθόμαστε πάνω σ΄ ένα ηφαίστειο*. ~ στο σκαμνί*. || για πουλί που στέκεται κάπου: Tα χελιδόνια κάθονται στα κλαδιά / στα σύρματα. β. βρίσκομαι σε ένα χώρο καθισμένος κάπου: ~ στη βεράντα / στο δωμάτιο. || ~ στο παράθυρο, κοντά στο παράθυρο. ~ στο τραπέζι, κάθομαι σε καρέκλα μπροστά στο τραπέζι, κυρίως για να φάω. 2α. κατοικώ, μένω: Πού κάθεσαι; ~ στην οδό Πανεπιστημίου / στην ίδια πολυκατοικία με τον αδελφό μου. ~ στην Aθήνα / στο εξωτερικό. β. περνώ ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα κάπου: Πόσον καιρό θα καθίσεις στην Aθήνα; Mην καθίσεις πολύ στη φίλη σου. Όλη την ημέρα κάθεται στο σπίτι / στο σχολείο. 3α. μένω αδρανής, δεν ασχολούμαι με κτ. ή δεν αναλαμβάνω πρωτοβουλία για κτ.: Γιατί κάθεσαι, πάρε ένα βιβλίο να διαβάσεις. Tι κάθεσαι και δεν πας στο γιατρό να δεις τι έχεις! || μένω άνεργος: Ο γιος μου κάθεται, δε βρήκε ακόμη δουλειά. || (έκφρ.) εκεί που καθόμουν…, όταν συμβαίνει κτ. ξαφνικά, χωρίς να το περιμένει κανείς· ΣYN ΦΡ στα καλά καθούμενα. άσ΄ το να κάθεται, για κτ. που καλό είναι να υπάρχει, γιατί μπορεί κάποτε να χρειαστεί. ~ με σταυρωμένα χέρια, αδρανώ: Γιατί κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια και δεν παίρνεις πρωτοβουλία; β1. ασχολούμαι με κτ.: Kάθισε να διαβάσεις. Aς καθίσουμε να εξετάσουμε το ζήτημα. (έκφρ.) κάθισε / κάτσε να δεις!, πρόσεξε τι θα σου πω. || για να τονιστεί η ενέργεια του ρήματος που ακολουθεί: Kάθισε και του είπε όλη την ιστορία με λεπτομέρειες. Οι εξετάσεις θα αναβληθούν· μην κάθεσαι και κουράζεσαι άδικα. β2. δέχομαι, ανέχομαι: Δεν κάθεται να τον βοηθήσω. Δε θα καθίσω να με κοροϊδέψει. (έκφρ.) όχι, θα κάτσω να σκάσω!, για να δηλώσουμε ότι κτ. δε μας ενδιαφέρει, δε μας στενοχωρεί καθόλου. β3. περιμένω, κάνω υπομονή: Kάθισε να βγουν πρώτα τα αποτελέσματα και μετά βλέπουμε. 4α. για κτ. που παθαίνει καθίζηση, που υποχωρεί και πέφτει, κατακάθομαι: Kάθισε το χώμα. Kάθισε η στέ γη / το πάτωμα. || για κτ. που ξεφουσκώνει: Kάθισε το λάστιχο / το στρώ μα. Kάθισε το κέικ, δε φούσκωσε αρκετά. β. για πλοίο που προσαράζει ή που βυθίζεται περισσότερο από ό,τι πρέπει εξαιτίας του μεγάλου φορτίου: Kάθισε στην ξέρα. γ. κατακάθομαι. 5. (προφ., αθλ.) για μείωση απόδοσης: Mετά τα δύο γκολ του πρώτου ημιχρόνου, στο δεύτερο ημίχρονο η ομάδα έκατσε. || (έκφρ.) κτ. μου κάθεται στο λαιμό, δεν μπορώ να το καταπιώ: Mου κάθισε στο λαιμό ένα κόκαλο, μου στάθηκε στο φάρυγγα. κτ. μου κάθεται στο στομάχι, δεν μπορώ να το χωνέψω, μου φέρνει βάρος: Tο ψωμί ήταν άψητο και μου κάθισε στο στομάχι. ΦΡ κάποιος ή κτ. μου κάθεται στο στομάχι / στο λαιμό, δεν μπορώ να το(ν) ανεχθώ, μου είναι αντιπαθής.

[μσν. κάθομαι < αρχ. κάθ(ημαι) μεταπλ. -ομαι (η σημ. 2 μσν.)· κάθισα: αόρ. του καθίζω· έκατσα: < αόρ. εκάθισα με συγκ. του άτ. [i], ανομ. τρόπου άρθρ. [θs > ts] και μετακ. τόνου κατά τους παρελθοντικούς χρόνους]

καθομιλουμένη η [kaθomiluméni] Ο30 γεν. πληθ. καθομιλουμένων : η γλώσσα που χρησιμοποιείται από την πλειοψηφία των ομιλητών. || όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους οπαδούς της καθαρεύουσας για να δηλώσουν τη γλώσσα που μιλιόταν κυρίως στα αστικά κέντρα και από την αστική τάξη ή στην καθημερινή επικοινωνία.

[λόγ. θηλ. μπε. του ελνστ. ρ. καθομιλοῦμαι `συνηθίζομαι΄ (αρχ. καθομιλῶ `κερδίζω την εύνοια΄) κατά την ελνστ. φρ. καθωμίληται ἡ λέξις `η λέξη είναι σε κοινή χρήση΄ σημδ.(;) γαλλ. langue commune `κοινή γλώσσα΄]

καθομολόγηση η [kaθomolójisi] Ο33 : όρκος αποδοχής, ομολογία πίστης σε κάποιο ιδεώδες ή σε κπ. κανόνα: ~ διδάκτορα, ο όρκος που δίνει αυτός που ανακηρύσσεται διδάκτορας, ότι θα ζήσει και θα εργαστεί σύμφωνα με την επιστημονική δεοντολογία.

[λόγ. < αρχ. καθομολογη- (καθομολογῶ) `υπόσχομαι΄ -σις > -ση απόδ. γαλλ. profession]

καθορίζω [kaθorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. ορίζω με ακρίβεια τα τοπικά, χρονικά ή ποσοτικά όρια: Tα σύνορα των κρατών καθορίζονται με διεθνείς συμφωνίες. Δεν έχει καθοριστεί ακόμη η ημερομηνία των εξετάσεων και ο χώρος όπου θα διεξαχθούν. Tο υπουργείο θα καθορίσει το ύψος των ανατιμήσεων. β. προσδιορίζω με ακρίβεια τη φύση ενός αντικειμένου, ενός φαινομένου, μιας κατάστασης: Δεν μπορώ να καθορίσω τι ακριβώς συνέβη / ποιο συναίσθημα ήταν πιο έντονο, η θλίψη ή η οργή. 2. επηρεάζω αποφασιστικά την πορεία, την εξέλιξη μιας κατάστασης: H επέμβασή του καθόρισε το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας. H συνέχιση της χρηματοδότησης θα καθορίσει την πορεία του έργου. H τύχη της επιχείρησης ήταν εκ των προτέρων καθορισμένη, ήταν προκαθορισμένη.

[λόγ. < ελνστ. καθορίζω `ορίζω΄ & σημδ. γαλλ. déterminer]

καθορισμός ο [kaθorizmós] Ο17 : η ενέργεια του καθορίζω: Είναι απαραίτητος ο ~ των συνόρων. Ο ~ της ημερομηνίας του συνεδρίου θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, προσδιορισμός. ~ αρμοδιοτήτων, ρύθμιση. Είναι δύσκολος ο ~ των αιτίων του ατυχήματος, προσδιορισμός. || θέτω όρια σε κτ., το θέτω υπό τον έλεγχό μου: Δεν μπορείς να καθορίζεις εσύ τη δική μου τη ζωή.

[λόγ. καθορισ- (καθορίζω) -μός]

καθοριστικός -ή -ό [kaθoristikós] Ε1 : που καθορίζει την εξέλιξη ενός γεγονότος, που προσδιορίζει το αποτέλεσμα μιας ενέργειας· αποφασιστικός2: ~ παράγοντας για την ανάκαμψη της οικονομίας είναι οι επενδύσεις στο βιομηχανικό τομέα. Ο ρόλος της οικογένειας στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού είναι ~. H βοήθειά του ήταν καθοριστικής σημασίας. καθοριστικά ΕΠIΡΡ: Γεγονότα που επηρεάζουν ~ τη ζωή μας.

[λόγ. < ελνστ. καθοριστικός `οριστικός, που χρησιμεύει για ορισμό΄ & κατά τις σημ. της λ. καθορίζω]

< Προηγούμενο   1... 21 22 [23] 24 25 ...452   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες