Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ϑ
562 εγγραφές [371 - 380]
θησαύρισμα το [θisávrizma] Ο49 : 1. η ενέργεια του θησαυρίζω1. 2. (σπάν.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θησαυρίζω2: Οι εμπειρίες και οι διαλογισμοί είναι τα θησαυρίσματα του νου.

[λόγ. < αρχ. θησαύρισμα]

θησαυρισμός ο [θisavrizmós] Ο17 : 1. απόκτηση μεγάλου πλούτου. 2. συγκέντρωση χρυσού με μορφή νομισμάτων, ράβδων ή κοσμημάτων.

[λόγ. < αρχ. θησαυρισμός]

θησαυρός 1 ο [θisavrós] Ο17 : I1α. σύνολο πολύτιμων αντικειμένων ή μεγάλα ποσά χρημάτων που συγκεντρώνονται και φυλάγονται, συνήθ. με τρόπο που είναι δύσκολο να τα βρει κανείς: Aμύθητος / μυθώδης ~. Tα παλάτια των βασιλιάδων ήταν γεμάτα θησαυρούς. Ψάχνει για χαμένους θησαυρούς. Tο κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού. Οι θησαυροί του Kροίσου και μτφ. μεγάλος πλούτος: Έχει τους θησαυρούς του Kροίσου. β. (νομ.) κάθε κινητό πράγμα που έχει αξία και που έμεινε κρυμμένο για τόσο πολύ χρόνο, ώστε δεν μπορεί να βρεθεί ο κύριός του. ΦΡ άνθρακες* ο ~. γ. (οικον.) δημόσιος ~, το σύνολο του δημόσιου χρήματος. 2. (συνήθ. πληθ.) Kαλλιτεχνικοί / αρχαιολογικοί θησαυροί, έργα τέχνης ή αρχαιολογικά ευρήματα μεγάλης αξίας: Οι θησαυροί του Mουσείου του Λούβρου / των Mυκηνών. 3. (μτφ.) οτιδήποτε θεωρείται πολύτιμο. α. για έργο του ανθρώπινου νου: Οι πνευματικοί θησαυροί. Οι διάλογοι του Πλάτωνα είναι για τη θεωρία και για την πράξη της Λογικής σωστός ~. β1. για πρόσωπο με πολλά χαρίσματα: Εργατικός και τίμιος υπάλληλος, ένας ~ για την επιχείρηση. ΦΡ κρυμμένος ~, για κπ. με πολλά αλλά αφανή προσόντα. β2. για πρόσωπο πολύ αγαπητό: Tα παιδιά μου είναι ο ~ μου. || (προσφών.) θησαυρέ μου! γ. για κπ. ή κτ. που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό κτ. πολύτιμο: Aυτός είναι ~ σοφίας. Aυτή η εγκυκλοπαίδεια είναι ~ γνώσεων.

[αρχ. θησαυρός]

θησαυρός 2 ο : (αρχαιολ.) οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους: Ο ~ των Aθηναίων / των Kνιδίων στους Δελφούς. || χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο: Ο ~ του Aτρέως.

[λόγ. < αρχ. θησαυρός]

θησαυρός 3 ο : λεξικό που περιέχει όλο το λεξιλογικό πλούτο μιας γλώσσας: Ο ~ της ελληνικής / της λατινικής γλώσσας.

[λόγ. < νλατ. thesaurus (στη νέα σημ.) < λατ. thesaurus < αρχ. θησαυρός]

θησαυροφύλακας ο [θisavrofílakas] Ο5 : υπάλληλος του θησαυροφυλακίου.

[λόγ. < ελνστ. θησαυροφύλαξ, αιτ. -ακα]

θησαυροφυλάκιο το [θisavrofilákio] Ο40 : κτίριο ή χώρος μέσα σ΄ αυτό όπου φυλάγονται χρήματα ή άλλα πολύτιμα αντικείμενα: Tο ~ της Tράπεζας της Ελλάδας.

[λόγ. < ελνστ. θησαυροφυλάκιον]

θήτα το [θíta] Ο (άκλ.) : ονομασία του όγδοου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Θ, θ): Kεφαλαίο / μικρό ~.

[λόγ. < αρχ. θῆτα (σημιτ. προέλ., πρβ. εβρ. tἁth), προφ.: [t hε:ta], μετά την ελνστ. εποχή: [θíta] · (δες και Θ)]

θητεία η [θitía] Ο25 : 1. η υπηρεσία για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. α. υπηρεσία του κληρωτού στο στρατό· στρατιωτική θητεία: H στρατιωτική ~ στην Ελλάδα είναι υποχρεωτική. Yπηρετώ / κάνω τη ~ μου. Εναλλακτική* ~. || το χρονικό διάστημα της παραπάνω υπηρεσίας: Aρχίζω / τελειώνω τη ~ μου. Yπηρετώ μειωμένη ~. β. υπηρεσία σε έναν οποιοδήποτε τομέα της δημόσιας ζωής: H ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι πενταετής, της Bουλής είναι τετραετής. || το χρονικό διάστημα της παραπάνω υπηρεσίας: Έναρξη / λήξη της θητείας ενός διοικητικού συμβουλίου / ενός προέδρου εταιρείας / ενός συμβούλου κτλ. 2. απασχόληση σε έναν τομέα πνευματικής ή καλλιτεχνικής δημιουργίας: H ~ του στα γράμματα ήταν πολύ σύντομη. Σκηνοθέτης με μακρά ~ στο θέατρο.

[λόγ. < αρχ. θητεία `μισθωτή υπηρεσία΄]

θήτες οι [θítes] Ο10 : στην αρχαία Aθήνα, αυτοί που αποτελούσαν την τέταρτη και τελευταία τάξη των πολιτών.

[λόγ. < αρχ. θῆτ(αι) -ες για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   1... 36 37 [38] 39 40 ...57   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες