Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ύψιλον το [ípsilon] Ο (άκλ.) : ονομασία του εικοστού γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Y, υ): Kεφαλαίο / μικρό ~.
[λόγ. < μσν.(;) ύψιλον < ελνστ. υ ψιλόν (με μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.) δηλ. [y] γραμμένο με μόνον ένα γράμμα, σε αντίθεση προς το οι δίφθογγος, δηλ. [y] γραμμένο με δύο γράμματα (από παρανόηση της αρχ. προφ., σύγκρ. έψιλον) (αρχ. τό s)· (δες και Υ)]