Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όψομαι [ópsome] Ρ : 1. (οικ.) στις εκφράσεις ας / να όψεται ή ας / να όψεσαι, ας έχει(ς) επίγνωση του κακού που έκανε(ς) και ας τιμωρηθεί(ς) από το Θεό. 2. (απαρχ.) ΦΡ οψόμεθα (ες Φιλίππους), ως απειλή.
[1: αρχ. ὄψομαι, μέλλ. του ρ. ὁρῶ, από τη φρ. της Κ.Δ. ὑμείς ὄψεσθε· 2: λόγ. < ελνστ. φρ. ὀψόμεθα ἐς Φιλίππους]