Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όροφος ο [órofos] Ο19 : 1. το σύνολο των δωματίων ενός σπιτιού, των διαμερισμάτων μιας πολυκατοικίας ή γενικά των χώρων μιας οικοδομής που βρίσκονται στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο, στο ίδιο ύψος από το έδαφος· πάτωμα: Σπίτι με έναν όροφο, μονώροφο. Ο πρώτος ~ βρίσκεται πάνω από το ισόγειο. Οικοδομή δύο / τριών / πολλών ορόφων, διώροφη, τριώροφη, πολυώροφη. Ο κάθε ~ έχει ένα / δύο / τρία διαμερίσματα. Kατοικεί στον τελευταίο όροφο, σε διαμέρισμα του τελευταίου ορόφου. Iδιοκτησία κατ΄ όροφον, η οριζόντια ιδιοκτησία. 2. για καθένα από τα τμήματα ενός συνόλου, ιδίως μιας κατασκευής, τα οποία βρίσκονται το ένα επάνω στο άλλο: Οι όροφοι της τούρτας / του διαστημοπλοίου.
[λόγ. < αρχ. ὄροφος `στέγη΄ κατά τη σημ. του β' συνθ. στα τριώροφος, τετραώροφος]