Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όρνιο
2 εγγραφές [1 - 2]
όρνιο το [órno] Ο39 : 1. γενική ονομασία για μεγάλα αρπακτικά πτηνά και ιδίως για το γύπα: Mερικά όρνια έκαναν κύκλους πετώντας πάνω από το άλογο που ψοφούσε. (έκφρ.) έπεσαν σαν όρνια στο ψοφίμι, με αρπακτική διάθεση. 2. (υβρ.) για βλάκα ή απρόσεχτο άνθρωπο: Δεν κατάλαβες ακόμα, ρε ~; Πρόσεχε, ρε ~.

[αρχ. ὄρνεον (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) `πουλί΄ (δες στο όρνιθα), η χρήση της λ. για μεγάλα πουλιά αρχίζει να εξειδικεύεται κατά την ελνστ. εποχή]

ορνιός ο [ornós] Ο17 : (λαϊκότρ.) η αγριοσυκιά.

[*ερνιός με υποχωρ. αφομ. [e-o > o-o] < αρχ. ἐρινεός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και συγκ. του άτ. [i] (σύγκρ. όρσε)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες