Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όρκος ο [órkos] Ο18 : 1. επίκληση του ονόματος του Θεού, ενός προσώπου, συνήθ. ιερού, ή μιας ηθικής αξίας, την οποία κάνει κάποιος για να ενισχύσει την εγκυρότητα μιας μαρτυρίας ή υπόσχεσής του ή γενικά για να αποδείξει την ειλικρίνειά του: Δίνω / κάνω / παίρνω όρκο, ορκίζομαι. Παίρνω όρκο πως αυτός είναι ο κλέφτης. ~ σε δικαστήριο. Ψεύτικος ~. || για υπόσχεση: Bεβαιώνω / υπόσχομαι κτ. με όρκο. ~ πίστεως / φιλίας / αγάπης. Kρατώ / τηρώ τον όρκο μου. ANT πατώ / παραβαίνω τον όρκο μου. (έκφρ.) δεν παίρνω όρκο, δεν είμαι απόλυτα σίγουρος για κτ. 2. επίσημο κείμενο που περιέχει ένορκη υπόσχεση για τήρηση ορισμένων αρχών ή καθηκόντων: Διαβάζω τον όρκο. Ο ~ των Φιλικών. Ο ~ του Iπποκράτη, που αναφέρει τις αρχές της ιατρικής δεοντολογίας στην αρχαία Ελλάδα και τον οποίο δίνουν οι απόφοιτοι της ιατρικής.
[αρχ. ὅρκος]