Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όπιο το [ópio] Ο40 : 1. ναρκωτικό που προέρχεται από την κάψα ενός είδους παπαρούνας: Παίρνει / καπνίζει ~. Πόλεμος του οπίου. 2. (μτφ.) για ό,τι προκαλεί ευχάριστο εφησυχασμό αποσπώντας την προσοχή από τις δυσκολίες, από τα προβλήματα της ζωής: H θρησκεία χαρακτηρίστηκε από μερικούς ως ~ του λαού.
[λόγ. < ελνστ. ὄπιον υποκορ. του αρχ. ὀπός]
- οπιομανής -ής -ές [opiomanís] Ε10 : (για πρόσ.) που έχει εθιστεί στη χρήση του οπίου· (πρβ. ναρκομανής, τοξικομανής). || (συνήθ. ως ουσ.) ο οπιομανής, θηλ. οπιομανής: Tρόποι απεξάρτησης των οπιομανών.
[λόγ. < γαλλ. opiomane < ελνστ. ὄπιο(ν) + -mane = -μανής]
- οπιούχος -α / -ος -ο [opiúxos] Ε14 : που περιέχει όπιο: Οπιούχα φάρμακα.
[λόγ. όπι(ον) + -ούχος]