Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψύξη η [psíksi] Ο31 : 1.η αφαίρεση θερμότητας ή η πτώση της θερμοκρασίας ενός σώματος ή ενός χώρου σε χαμηλό επίπεδο· (πρβ. πάγωμα): Aπότομη / βαθμιαία / τεχνητή / μηχανική / φυσική ~. Θάλαμος / συσκευή ψύξεως. Ορισμένα μείγματα στερεών και υγρών χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ψύξης. 2. διαταραχή της λειτουργίας οργάνων του σώματός μας που προκαλείται από την επίδραση μιας απότομης πτώσης της θερμοκρασίας: Έπαθα ~ στην αριστερή πλευρά. Έπαθαν ~ τ΄ αυτιά μου.
[λόγ. < αρχ. ψῦξις (-σις > -ση)]