Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψυχραιμία η [psixremía] Ο25α : η κατάσταση ή η ικανότητα του ψύχραι μου, η διατήρηση της πνευματικής ετοιμότητας και ο έλεγχος των ψυχικών μας αντιδράσεων σε μια στιγμή γενικής αναταραχής, σε μια απρόοπτη δυσκολία κτλ.: Kρατώ την ~ μου, μένω ψύχραιμος. Xάνω την ~ μου. Θαύμαζα την ~ με την οποία αντιμετώπιζε κάθε δύσκολη κατάσταση. Mην μπορώντας πια να κρατήσει άλλο την ~ του, ξέσπασε σε φωνές. (ως προτροπή): ~!
[λόγ. ψυχρ(ο)- + αίμ(α) -ία μτφρδ. γαλλ. sang-froid]