Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχαρισμός
1 εγγραφή
ψυχαρισμός ο [psixarizmós] Ο17 : ο δημοτικισμός του Ψυχάρη· (πρβ. ακραίος δημοτικισμός, μαλλιαρισμός): Ο ~ έδωσε στο κίνημα του δημοτικισμού μια επιθετική ορμή. || λέξη, διατύπωση κτλ. που είναι σύμφωνη με τις γλωσσικές υποδείξεις του Ψυχάρη: H γλώσσα του δεν είναι εντελώς απαλλαγμένη από κάποιους ψυχαρισμούς.

[λόγ. Ψυχάρ(ης) -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες