Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψυχανάλυση η [psixanálisi] Ο33 : α.μέθοδος της κλινικής ψυχολογίας που ερευνά τα ψυχικά φαινόμενα που συμβαίνουν στο βάθος της συνείδησης· το σύνολο των θεωριών του Φρόιντ και των μαθητών του, που αφορούν το συνειδητό και ασύνειδο ψυχικό βίο. β. ψυχοθεραπευτική μέθοδος που στηρίζεται στις παραπάνω θεωρίες. γ. μελέτη θέματος, έργου τέχνης κτλ. με βάση τις παραπάνω θεωρίες.
[λόγ. < γερμ. Ρsychoanalyse (ή μέσω του γαλλ. psychanalyse) < psych(o)- = ψυχ(ο)- 2 + Analyse = ανάλυ(σις) -ση]