Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψηφίζω [psifízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.δηλώνω την προσωπική μου προτίμηση, στα πλαίσια μιας συλλογικής διαδικασίας για την καταγραφή των προτιμήσεων που έχουν τα άτομα ενός συνόλου και για τη λήψη συλλογικών αποφάσεων: ~ δι΄ ανατάσεως της χειρός / διά βοής. Ψηφίζουμε για την εκλογή νέας βουλής / δημοτικών αρχών. Για την ανάδειξη νέου Διοικητικού Συμβουλίου ψηφίζουν μόνο τα τακτικά μέλη του συλλόγου. ~ κατά συνείδηση. || ασκώ το δικαίωμα να ψηφίζω: Ψήφισα για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές. Σε ποιο εκλογικό τμήμα ψηφίζεις; || έχω το δικαίωμα ψήφου: Οι Έλληνες πολίτες ψηφίζουν από την ηλικία των δεκαοχτώ ετών. || ~ υπέρ (μιας πρότασης ή ενός προσώπου), υπερψηφίζω (βλ. και σημ. 2). ~ κατά / εναντίον (προσώπου ή πρότασης), καταψηφίζω. 2. ~ κπ. ή κτ., δηλώνω την προσωπική μου θετική προτίμηση για κπ. ή για κτ., σε μια διαδικασία εκλογής ή επιλογής· υπερψηφίζω. ANT καταψηφίζω: ~ μια πρόταση / ένα κόμμα / ένα πρόσωπο / έναν υποψήφιο. || υποστηρίζω με την ψήφο μου: Ποιο κόμμα ψηφίζεις; (έκφρ.) ~ λευκό*. ~ και με τα δύο (τα) χέρια, με πολύ μεγάλη προθυμία. ΦΡ ~ δαγκωτό*. || εγκρίνω με ψηφοφορία: Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης αρνήθηκαν να ψηφίσουν τις κυβερνητικές προτάσεις. || (παθ.) εγκρίνομαι με ψηφοφορία: Ο προγραμματισμός ψηφίστηκε από τη γενική συνέλευ ση.
[λόγ. < αρχ. ψηφίζω]