Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψευδο- [psevδo] & ψευδό- [psevδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ψευδ- [psevδ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις, συχνά λόγιες ή επιστημονικές· προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια του επιθέτου ψευδής. 1. δηλώνει γενικά τη μερική ή ολική απουσία των βασικών στοιχείων αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. ψευτο-): ψευδαπόστολος, ~προφήτης, ~φιλόσοφος, ~χριστιανός· ~μάχη, ψευδοροφή, ~στέγη, εικονική μάχη κτλ.· ψευδόστομος. (επιστ.) ~μεμβράνη, ~σύνοδος, ~ϋμένας. || (επιστ.) για τη δήλωση παραλλαγής η οποία παρουσιάζει κάποια ομοιότητα με τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτό που εκφράζει το β' συνθετι κό: ~μορφίνη· ~νευρόπτερα· ~μηνιγγίτιδα, ~φυματίωση. 2. (νομ.) για πε ριπτώσεις αναληθούς, ψεύτικης κατάθεσης: ~μάρτυρας· ~μαρτυρία, ψευδορκία.
[λόγ. < αρχ. ψευδ(ο)- θ. του επιθ. ψευδ(ής) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ψευδο-μαρτυρία, ελνστ. ψευδ-άργυρος & διεθ. pseudo- < αρχ. ψευδο-: ψευ δο-κλασικισμός < αγγλ. pseudoclassicism, ψευδ-ώνυμο < γαλλ. pseudo nyme (< αρχ. ψευδ-ώνυμος) & μτφρδ.: ψευδ-οροφή < γαλλ. faux plafond]