Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψευδάργυρος ο [psevδárjiros] Ο20α (χωρίς πληθ.) : α.(χημ.) χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα και έχει αργυρόλευκο χρώμα. β. (λόγ.) ψευδάργυρος κατεργασμένος σε λεπτά φύλλα· τσίγκος: Bιομηχανία ψευδαργύρου. Φύλλα ψευδαργύρου.
[λόγ. < ελνστ. ψευδάργυρος]