Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαλμωδία
1 εγγραφή
ψαλμωδία η [psalmoδía] Ο25 : ό,τι ακούμε να ψέλνεται σε μια ιερή ακολουθία: Mελωδική / χαρμόσυνη ~. Οι θρήνοι και οι πένθιμες ψαλμωδίες.

[λόγ. < ελνστ. ψαλμῳδία `τραγούδι με συνοδεία άρπας΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες