Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψήφος η [psífos] Ο35 : α.η προσωπική προτίμηση την οποία δηλώνει κάποιος όταν ψηφίζει: Θετική / αρνητική ~. Λευκή ~, που δηλώνει μια ουδέτερη στάση. ~ εμπιστοσύνης / ανοχής*. Kαταδικαστική / αθωωτική / απαλλακτική ~. Σε περίπτωση ισοψηφίας, η ~ του προέδρου λογαριάζε ται διπλή. Δίνω την ψήφο μου σε κπ., τον ψηφίζω. Πόσες ψήφους πήρε;, πόσοι τον ψήφισαν; Οι συμπατριώτες του τον τίμησαν με την ψήφο τους, τον εξέλεξαν για κάποιο δημόσιο αξίωμα. || Δικαίωμα ψήφου, το έννομο δικαίωμα κάποιου να ψηφίζει, να συμμετέχει σε ψηφοφορία· (πρβ. δικαίωμα του εκλέγειν, εκλογικό δικαίωμα): Δικαίωμα ψήφου έχουν μόνο τα τακτικά μέλη του συλλόγου. || (προφ.) το δικαίωμα ψήφου: Πότε δόθηκε για πρώτη φορά ~ στις γυναίκες; || H θεωρία της χαμένης ψήφου, η άποψη ότι πρέπει κανείς να ψηφίζει αυτόν που έχει δυνατότητα εκλογής και όχι αυτόν που πραγματικά προτιμά. β. το μέσο με το οποίο δηλώ νει κάποιος την προτίμησή του, όταν ψηφίζει· (πρβ. ψηφοδέλτιο): Έγκυ ρη / άκυρη ~. Kαταμέτρηση / διαλογή ψήφων. Στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιούσαν για ψήφους όστρακα, κομμάτια από κεραμίδι κτλ. Εκλέχτη κε βουλευτής με χίλιες ψήφους διαφορά. Πού θα ρίξεις την ψήφο σου;, τι ή ποιον θα ψηφίσεις; || (έκφρ.) προς άγραν* ψήφων.
[λόγ. < αρχ. ψῆφος, ἡ `χαλίκι για μέτρημα, χαλίκι για ψήφιση΄]
- ψήφος ο [psífos] Ο18 : (προφ., λαϊκότρ.) η ψήφος.
[μσν.(;) ψήφος, ο < ψήφος, η μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος]