Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψάλτης
1 εγγραφή
ψάλτης ο [psáltis] Ο10 λαϊκότρ. πληθ. και ψαλτάδες θηλ. ψάλτρια [psáltria] Ο27α : αυτός που ψέλνει σε εκκλησία· ιεροψάλτης: Δεξιός / αριστερός ~. Ο ~ της ενορίας μας. Tις Kυριακές πήγαινε στην εκκλησία κι έκανε τον ψάλτη. ΦΡ απορία ψάλτου, βηξ, για την περίπτωση που κάποιος από αμηχανία καθυστερεί να δώσει απάντηση ή να συνεχίσει το λόγο του.

[ελνστ. ψάλτης, αρχ. σημ.: `παίκτης άρπας΄· λόγ. < αρχ. ψάλτρια `γυναίκα που παίζει άρπα΄ κατά την εξέλ. της σημ. του ψάλτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες