Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χυτήριο
1 εγγραφή
χυτήριο το [xitírio] Ο40 : εγκατάσταση όπου λιώνουν τα μέταλλα και τα χύνουν σε καλούπια.

[λόγ. χυ- (χύνω) -τήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες