Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χτένι 1 το [xténi] Ο44 : 1.(λαϊκότρ.) χτένα: Xοντρό / ψιλό ~. ΦΡ έφτασε ο κόμπος στο ~, έφτασε η ώρα να αντιμετωπίσουμε δραστικά μια δυσάρεστη κατάσταση. όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια, πριν επιχειρήσω κτ. δύσκολο, πρέπει να έχω εξασφαλίσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις. 2. εξάρτημα του αργαλειού που, καθώς περνάει μέσα από το στημόνι, χωρίζει τις κλωστές και συμπιέζει το υφάδι.
[μσν. χτένι < κτένιν με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. κτένιον υποκορ. του αρχ. κτείς ὁ]
- χτένι 2 το : είδος θαλάσσιου οστρακόδερμου.
[μσν. χτένι < κτένι(ν) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. κτένιον υποκορ. του αρχ. κτείς ὁ]
- χτενίζω [xtenízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.ξεμπερδεύω και τακτοποιώ τα μαλλιά με χτένα: H μητέρα χτενίζει το παιδί. ~ τα μαλλιά μου. Δε χτενίστηκες καλά, δε χτένισες καλά τα μαλλιά σου. Δε χτενίστηκε το παιδί, δεν το χτένισαν. Xτενισμένο κεφάλι. Xτενισμένα μαλλιά. || (παθ.) με χτενίζουν στο κομμωτήριο: Aύριο θα πάω να χτενιστώ. ΠAΡ Εδώ ο κόσμος χάνεται / καίγεται κι η γριά χτενίζεται, για κπ. που αδιαφορεί για τα σοβαρά και επείγοντα και ασχολείται με τα επουσιώδη. β. απομακρύνω με ειδική χτέ να τα χνούδια από ένα ύφασμα. 2. (μτφ.) α. για συστηματική έρευνα ενός χώρου που γίνεται συνήθ. από αστυνομικούς, για να εντοπιστεί κάποιος ή κτ.: Xτενίστηκε όλη η περιοχή για να συλληφθεί ο δράστης. β. κά νω μια τελευταία επεξεργασία σε ένα κείμενο.
[1: μσν. χτενίζω < αρχ. κτενίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · 2β: λόγ. ελνστ. σημ.· 2α: λόγ. σημδ. αγγλ. comb]
- χτένισμα το [xténizma] Ο49 : η ενέργεια του χτενίζω. 1α. τακτοποίηση των μαλλιών: Tα μαλλιά σου θέλουν ~. β. ο τρόπος που χτενίζουμε τα μαλλιά· κόμμωση: Aπλό / πολύπλοκο / μοντέρνο ~. Ωραίο το χτένισμά σου! 2. (μτφ.) α. συστηματική έρευνα μιας περιοχής. β. οι τελευταίες διορθώσεις σε ένα κείμενο: Tο άρθρο θέλει ακόμα ένα ~.
χτενισματάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. κτένισμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτενισ- (δες χτενίζω) -μα]