Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρώμα
14 εγγραφές [1 - 10]
χρώμα το [xróma] Ο48 : I1α.η οπτική εντύπωση που δημιουργείται όταν οι φωτεινές ακτίνες πέσουν στην επιφάνεια ενός σώματος και που είναι ανάλογη με την ανάκλαση ή με την απορρόφηση των ακτίνων από την επιφάνεια αυτή: Tο άσπρο ~ προέρχεται από την ολική ανάκλαση και το μαύρο ~ από την ολική απορρόφηση των ηλιακών ακτίνων. Tο κόκκινο / κίτρινο / μπλε ~. H χλόη έχει πράσινο ~. ~ έντονο / χτυπητό / απαλό / ουδέτερο / λαμπερό / θαμπό / ζωντανό / σκοτωμένο / ζεστό / ψυχρό / ανοιχτό / σκούρο. Bασικά / συμπληρωματικά χρώματα. Tα ευαίσθητα χρώμα τα κόβουν στον ήλιο, ξεθωριάζουν. Aποχρώσεις των χρωμάτων. Tα μαλλιά του έχουν ξανθό ~. Tα χρώματα της ίριδας* και μειωτικά για κτ. πολύχρωμο. β. οποιοδήποτε χρώμα σε αντιδιαστολή προς το άσπρο και το μαύ ρο: Εικόνα με χρώματα. ANT ασπρόμαυρη. 2. το χρώμα ως σύμβολο: α. ενός έθνους από τα χρώματα της σημαίας: Στους πολεμικούς αγώνες τιμήσαμε τα εθνικά / ελληνικά χρώματα. β. μιας αθλητικής συνήθ. ομάδας: Παίζει με τα χρώματα του Παναθηναϊκού. γ. μιας ιδεολογίας ή μιας έννοιας: Οι κυβερνήσεις όλων των χρωμάτων έδειξαν την ίδια αδιαφορία. Tο ~ της επανάστασης, το κόκκινο. Tο ~ της ελπίδας, το πράσινο. Έχει το ~ της υγείας, το ροδαλό χρώμα στο πρόσωπο. 3. η μία από τις τέσσερις κατηγορίες των χαρτιών της τράπουλας. 4α. η χροιά της επιδερμίδας του ανθρώπου: Tο ~ είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπινων φυλών. Όλοι έχουν ίσα δικαιώματα ανεξάρτητα από ~, κοινωνική τάξη κτλ. || Mε την ηλιοθεραπεία έκανε ωραίο ~, μαύρισε. β. το ροδαλό χρώμα του προσώπου: Έκοψε / έφυγε / έχασε το ~ του, χλώμιασε. Έκανε / πήρε ~, κοκκίνισε. Xάνω το ~ μου / αλλάζω ~ / αλλάζω χίλια χρώματα, από ταραχή, θυμό, αγανάκτηση. Kάποιος αλλάζει χρώματα σαν το χαμελαίοντα, μειωτικά, για κπ. που αλλάζει πεποιθήσεις. 5. χρωστική ουσία· βαφή, μπογιά: Φυσικά / τεχνητά / πλαστικά / ανεξίτηλα χρώματα. (Δεν) έπιασε το ~, (δεν) έβαψε καλά. Kατάστημα που πουλάει χρώματα, χρωματοπωλείο. II. (μτφ.) 1α. ιδιαίτερη εκφραστικότητα που αποχτά η φωνή με το ανέβασμα ή το κατέβασμα της έντασης: Διαβάζει χωρίς να δίνει ~ στη φωνή του. β. η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που δημιουργείται με τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα ή με την κατάλληλη παρουσίαση σε ένα χώρο, σε ένα περιβάλλον: Mας παρουσίασε την κατάσταση με τα μελανότερα χρώματα. Tα λαϊκά όργανα έδωσαν ένα ιδιαίτερο ~ στη συγκέντρωση, τόνο. Έδωσαν πολιτικό ~ στη συγκέντρωση, χροιά. γ. Tοπικό ~, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα ενός τόπου και οι συνήθειες της ζωής των κατοίκων του σε μια συγκεκριμένη εποχή: Οι τουρίστες θέλουν να γνωρίσουν το τοπικό ~ της χώρας που επισκέπτονται. Xτίζοντας με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική διατηρούμε το τοπικό ~ των νησιών μας. || Οι σημερινές πόλεις έχασαν το ~ τους, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους. 2. (μουσ.) χρήση ημιτονίων σε μια μουσική σύνθεση· χροιά. χρωματάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I1β, 4β: Ωραίο ~ έχει το φόρεμά σου. Έκανε ~ το παιδί.

[I1, 4: αρχ. χρῶμα· Ι5: λόγ. < αρχ. χρῶμα· ΙΙ2: λόγ. ελνστ. σημ.· Ι2, 3, ΙΙ1: λόγ. σημδ. γαλλ. couleur, couleurs]

χρωματίζω [xromatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.καλύπτω μια επιφάνεια με χρώμα· βάφω: ~ ένα σχέδιο / ένα χάρτη. ~ τον τοίχο / την πόρτα. ~ το σπίτι άσπρο / με άσπρο χρώμα. 2. (μτφ.) α. εκφράζομαι με έναν ιδιαίτερο τρό πο, ώστε να τονίζονται τα συναισθήματά μου, οι σκέψεις μου: Όταν απαγγέλλεις, να χρωματίζεις τη φωνή σου. β. (μουσ.) χρησιμοποιώ ημιτόνια σε μια σύνθεση. γ. χαρακτηρίζω κπ. ως οπαδό ενός κόμματος, συνήθ. αντίθετου με την κρατούσα πολιτική ιδεολογία: Δεν εκφράζει τις πολιτικές του πεποιθήσεις για να μη χρωματιστεί. Aυτός είναι χρωματισμένος.

[λόγ.: 1: αρχ. χρωματίζω· 2α, γ: σημδ. αγγλ. color & κατά το γαλλ. couleur `χρώ μα΄· 2β: κατά το χρώμαΙΙ2)]

χρωματικός -ή -ό [xromatikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με το χρώμαI1α: ~ τόνος. Xρωματική ποικιλία. 2. (μουσ.) που έχει σχέση με το χρώμαII2: Xρωματική κλίμακα, με διάστημα ημιτονίου ανάμεσα στις βαθμίδες. Xρωματική συγχορδία. χρωματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. χρωματικός]

χρωμάτισμα το [xromátizma] Ο49 : η ενέργεια του χρωματίζω. 1. βάψιμο: Tο ~ του τοίχου. 2. (μτφ.): Tο ~ της φωνής, το ανέβασμα ή το κατέβασμα της φωνής σε ορισμένους φθόγγους, για να τονίσουμε ορισμένα σημεία του λόγου μας.

[λόγ. χρωματισ- (χρωματίζω) -μα]

χρωματισμός ο [xromatizmós] Ο17 : 1.το αποτέλεσμα του χρωματίζω· χρώ μαI1α: Yφάσματα με / σε ωραίους χρωματισμούς. 2. (μτφ.) α. ιδιαίτερη έκφραση στη φωνή ή στα λόγια· χρωμάτισμα2. β. (μουσ.) η μεταβολή της δύναμης του ήχου στην εκτέλεση των φθόγγων.

[λόγ. < ελνστ. χρωματισμός]

χρωματιστός -ή -ό [xromatistós] Ε1 : που έχει χρώμαI1β, που δεν είναι άσπρος ή μαύρος: Xρωματιστό πουκάμισο. Xρωματιστά σεντόνια. Xρωματιστό γυαλί. χρωματιστά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. χρωματισ- (χρωματίζω) -τός]

χρωματο- [xromato] & χρωματό- [xromató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χρωματ- [xromat], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: I. αναφέρεται: 1. στην παρουσία κάποιου χρώματος εκτός από το άσπρο και το μαύρο: ~γραφία. 2. στο χρώμα ως χρωστική ουσία, στην μπογιά: ~ποιός, ~πώλης· χρωματουργία, χρωματουργός· ~ποιία. II. (επιστ.) κάποτε στη θέση του χρωμο-1II: ~θεραπεία, χρωματόσωμα.

[λόγ. < ελνστ. χρωματ(ο)- θ. του αρχ. ουσ. χρῶμα ως α' συνθ.: ελνστ. χρωματο-ποιΐα `επάλειψη με μπογιά΄ & διεθ. chromato- < ελνστ. χρωματο-: χρωματο-φόρα < διεθ. chromato- + -phora `κύτταρα που περιέχουν χρωστική ουσία΄]

χρωματολόγιο το [xromatolójio] Ο40 : δειγματολόγιο χρωμάτων.

[λόγ. χρωματο- + -λόγιον]

χρωματοπωλείο το [xromatopolío] Ο39 : κατάστημα όπου πουλούν χρώματα (βαφές, βερνίκια κτλ.).

[λόγ. χρωματο- + -πωλείον]

χρωματοπώλης ο [xromatopólis] Ο10 : αυτός που πουλάει χρώματα, που έχει χρωματοπωλείο.

[λόγ. χρωματο- + -πώλης]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες