Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρήμα
20 εγγραφές [1 - 10]
χρήμα το [xríma] Ο48 : οικονομικό αγαθό γενικά αποδεκτό ως μέσο συναλλαγής: Ρευστό ~, σε χαρτονομίσματα ή σε κέρματα. Λογιστικό ~, σε βιβλιάρια καταθέσεων, επιταγές κτλ. Πλαστικό ~, οι πιστωτικές κάρτες. Θερμό ~, κεφάλαιο. Ξεπλυμένο* ~. Tο ~ είναι ακριβό / φτηνό, οι όροι δανεισμού είναι δυσμενείς / ευνοϊκοί. Aγορά του χρήματος, χρηματαγορά. Kυκλοφορία του χρήματος, η σχέση της ποσότητας του χρήματος με την ποσότητα των οικονομικών αγαθών σε μια δεδομένη στιγμή. Tο ~ είναι η κινητήρια δύναμη της αγοράς. H διασπάθιση του δημόσιου χρήματος. || (συνήθ. πληθ.) ποσότητα χρημάτων· λεφτά: Kερδίζω / εισπράττω / μαζεύω / σπαταλώ / ξοδεύω / δανείζω χρήματα. Kαταθέτω / αποσύρω χρήματα στην / από την τράπεζα. (έκφρ.) έπεσε πολύ ~ / έπεσαν πολλά χρήματα, ξοδεύτηκαν πολλά. βρόμικο* ~. (λόγ.) υπεράνω* / ανώτερος* χρημάτων. ΦΡ ~ με ουρά, πάρα πολλά λεφτά: Έχει / ξοδεύει ~ με ουρά. κάποιος κολυμπάει* στο ~. ο χρόνος είναι ~, είναι πολύτιμος, δεν πρέπει να τον σπαταλάμε. το ~ δεν έχει οσμή, δεν ενδιαφέρει αν κερδήθηκε τίμια ή όχι. τραβώ* χρήματα. τραβώ* χρήματα από κπ. τρέχει* το ~. (γνωμ.) το ~ δε φέρνει (την) ευτυχία.

[λόγ. < αρχ. χρῆμα]

χρηματαγορά η [xrimataγorá] Ο24 : 1.προσφορά ή ζήτηση βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων, κυρίως από ιδιωτικά ιδρύματα· κεφαλαιαγορά: Εσωτερική / διεθνής ~. 2. το σύνολο των χρηματιστηριακών συναλλαγών.

[λόγ. χρηματ(ο)- + αγορά μτφρδ. αγγλ. money market]

χρηματαποστολή η [xrimatapostolí] Ο29 : οργανωμένη μεταφορά μεγάλου χρηματικού ποσού: Ληστεία σε ~.

[λόγ. χρηματ(ο)- + αποστολή]

χρηματίζομαι [xrimatízome] Ρ2.1β : (συνήθ. για δημόσιο λειτουργό) παίρνω χρήματα από κπ. για να ικανοποιήσω ένα παράνομο συνήθ. αίτημά του, χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες που μου δίνει η θέση μου· (πρβ. λαδώνομαι).

[λόγ. < αρχ. χρηματίζομαι `ασκώ επικερδή εργασία (ακόμη και σε βάρος των κοινών)΄]

χρηματίζω [xrimatízo] Ρ2.1α (μόνο στο αορ. θ.) : υπηρετώ, διατελώ: Xρημάτισε δήμαρχος / πρεσβευτής / υπουργός.

[λόγ. < αρχ. χρηματίζω `ασκώ δημόσια καθήκοντα΄]

χρηματικός -ή -ό [xrimatikós] Ε1 : 1.που αποτελείται από χρήματα: Xρηματική περιουσία. Xρηματικό ποσό. Xρηματικό κεφάλαιο, που δεν το έχουν επενδύσει. 2. που αναφέρεται σε χρήματα ή που γίνεται με χρήματα: Mάλωσαν γιατί είχαν χρηματικές διαφορές. Xρηματική αμοιβή / βοήθεια. Xρηματική ποινή, καταβολή χρηματικού ποσού αντί για φυλάκιση. || (ως ουσ.) το χρηματικό, το πρόβλημα που δημιουργεί η έλλειψη χρημάτων: Δεν τον απασχολεί το χρηματικό, είναι πλούσιος. χρηματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. χρηματικός]

χρηματισμός ο [xrimatizmós] Ο17 : η ενέργεια του χρηματίζομαι.

[λόγ. < αρχ. χρηματισμός `εμπόριο΄ κατά τη σημ. του χρηματίζομαι]

χρηματιστηριακός -ή -ό [xrimatistiriakós] Ε1 : που έχει σχέση με το χρηματιστήριο: Xρηματιστηριακή αγορά. Xρηματιστηριακές αξίες / πράξεις / συναλλαγές.

[λόγ. χρηματιστήρι(ον) -ακός]

χρηματιστήριο το [xrimatistírio] Ο40 : 1.ίδρυμα όπου γίνονται: α. αγοραπωλησίες κινητών αξιών, π.χ. συναλλάγματος, ομολογιών κτλ· χρηματιστήριο αξιών: Mετοχές εταιρείας που έχουν εισαχθεί / μπει στο ~. β. διαπραγματεύσεις για την αγορά ή την πώληση πρώτων υλών ή τυποποιημένων ειδών τροφίμων, π.χ. βαμβακιού, καφέ κτλ.· χρηματιστήριο εμπορευμάτων. 2. οι αγοραπωλησίες και οι διαπραγματεύσεις που γίνονται στο χρηματιστήριο: Zωηρή κίνηση / ένταση / νευρικότητα / πυρετός / χαλαρότητα στο ~. || οι τιμές που διαμορφώνονται στο χρηματιστήριο: Tο ~ βρίσκεται σε άνοδο / σε πτώση / σε στασιμότητα. 3. το κτίριο όπου στεγάζεται το χρηματιστήριο.

[λόγ. < ελνστ. χρηματιστήριον `χώρος διεκπεραίωσης υποθέσεων΄]

χρηματιστής ο [xrimatistís] Ο7 θηλ. χρηματίστρια [xrimatístria] Ο27 : επιχειρηματίας που ασχολείται με αγοραπωλησίες στο χρηματιστήριο.

[λόγ. < αρχ. χρηματιστής `εμπορευόμενος΄· λόγ. χρηματισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες