Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χολέρα η [xoléra] Ο25 : 1.λοιμώδης, επιδημική, συχνά θανατηφόρα ασθένεια, που χαρακτηρίζεται από συνεχείς κενώσεις και εμετούς: Έπεσε ~. Θα πάθουμε ~ από τη βρόμα. Tον αποφεύγουν σαν τη ~ / σαν να έχει ~. || μεταδοτική νόσος των ορνίθων. 2. (μτφ.) για πρόσωπο, ιδίως για γυναίκα, με πολύ κακό χαρακτήρα: Aυτή είναι ~ και πανούκλα.
[αρχ. χολέρα]