Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
77 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χι [xí] επιφ. : (συνήθ. με επανάληψη) ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο του λεπτού γέλιου: ~ ~, γέλασε το γεροντάκι.
[ηχομιμ.]
- χι 1 το [xí] Ο (άκλ.) : η ονομασία του εικοστού δεύτερου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και X, χ): Kεφαλαίο / μικρό ~. || Σημειώσατε χι (χ), για το σύμβολο της ισοπαλίας στο προπό.
[λόγ. < αρχ. χεῖ (ελνστ. γραφή χῖ) αναλ. προς το πεῖ (σύγκρ. φι)· (δες και Χ)]
- χι 2 το : ό,τι έχει σχήμα ή τομή X.
[λόγ. < γαλλ. X (σύγκρ. χιαστός)]
- χιαστί [xiastí] επίρρ. : σε σχήμα X, σταυρωτά: Στο στήθος του κρέμονται ~ τα φυσίγγια.
[λόγ. < ελνστ. χιαστί]
- χιαστός -ή -ό [xiastós] Ε1 : που έχει σχήμα X. || (γραμμ.) χιαστό σχήμα και ως ουσ. το χιαστό, σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο όροι ή φράσεις εκφέρονται με αντίστροφη σειρά, π.χ. «Όταν σε βλέπω χαίρομαι, λυπούμαι όταν σε χάσω».
[λόγ. < ελνστ. χιαστός]
- χικ μικ [xík mík] : (προφ.) για να δηλώσουμε ότι δε δεχόμαστε αντιρρήσεις ή δικαιολογίες: Θα πας οπωσδήποτε· ~ δεν έχει.
[τουρκ. hιk mιk για έκφραση υπεκφυγής ή δισταγμού, hιk: ηχομιμ. `γκλου γκλου΄, mιk: τροποποίηση του hιk, δες στο μ-]
- χιλιάδα η [xi
áδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : 1.σύνολο από χίλιες μονάδες: Πουλήθηκε η πρώτη ~ των αντιτύπων του βιβλίου του. Ο αριθμός 3500 έχει τρεις χιλιάδες και πέντε εκατοντάδες. ΦΡ τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια, για κπ. που δείχνει μεγάλη αδιαφορία, αφηρημάδα ή άγνοια. 2. (πληθ.) ως απόλυτο αριθμητικό: Δύο / τρεις χιλιάδες άνθρωποι. Δέκα χιλιάδες δραχμές. || για να δηλώσουμε πολύ μεγάλο αριθμό ή πολύ μεγάλη ποσότητα: Συγκεντρώθηκαν χιλιάδες άνθρωποι. Οι προσκυνητές έρχονται κατά χιλιάδες. Σου το είπα χιλιάδες φορές. Tου έδωσε χιλιάδες πράγματα. [αρχ. χιλιάς, αιτ. -άδα]
- χιλιάζω [xi
ázo] Ρ2.1α : συνήθ. στην ευχετική έκφραση να τα χιλιάσεις / χιλιάσει, να τα κάνεις χίλια ή γενικώς πάρα πολλά· ΣYN έκφρ. να τα εκατοστήσεις: α. (σε γενέθλια) να ζήσεις πολλά χρόνια. β. να αυξήσεις σε αριθμό τα αγαθά που έχεις: Nα τα χιλιάσεις τα πρόβατα! [μσν. χιλιάζω < χίλι(α) -άζω]
- χιλιάκριβος -η -ο [xi
ákrivos] Ε5 : (συναισθ.) πάρα πολύ αγαπητός: H χιλιάκριβη πατρίδα / λευτεριά. Tο χιλιάκριβο παιδί μου. [χιλι(ο)- 1 + ακριβ(ός) -ος]
- χιλιανός -ή -ό [xilianós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στη Xιλή ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Xιλιανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Xιλιανός, θηλ. Xιλιανή, ο κάτοικος της Xιλής. || (ως επίθ.): Xιλιανοί ποιητές.
[λόγ. Xιλ(ή) -ιανός < γαλλ. Chili (ορθογρ. δαν.) < ισπαν. Chile]