Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειραποσκευή η [xirapos
eví] Ο29 : τσάντα ή μικρό δέμα που δεν το βάζουν στο χώρο των αποσκευών, αλλά που το κρατάει ο επιβάτης. [λόγ. χειρ(ο)- + αποσκευή μτφρδ. αγγλ. hand luggage]