Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χατζής ο [xadzís] Ο8 θηλ. χατζίνα [xadzína] Ο26 : τιμητικός τίτλος που παίρνει ένας ορθόδοξος χριστιανός, όταν επισκεφτεί ως προσκυνητής τους Άγιους Tόπους και που παλαιότερα έμπαινε μπροστά στο επώνυμό του ως πρώτο συνθετικό, π.χ. Xατζηγιάννης· προσκυνητής.
[τουρκ. hacι -ς `(μωαμεθανός) προσκυνητής της Μέκκας΄ (< αραβ. hac)· χατζ(ής) -ίνα]