Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χασισοποτείο
1 εγγραφή
χασισοποτείο το [xasisopotío] Ο39 : κακόφημο κέντρο όπου συγκεντρώ νονται χασισοπότες και άλλοι ναρκομανείς.

[λόγ. χασισοπότ(ης) -είον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες