Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαμαιλέοντας ο [xameléondas] Ο5 : 1.είδος μικρής σαύρας που έχει λεπτή και μακριά γλώσσα για να πιάνει την τροφή της, μακριά, κυλινδρική ουρά και την ικανότητα να αλλάζει το χρώμα της, που συνήθ. είναι γκριζοπράσινο, ανάλογα με το περιβάλλον. 2. (μτφ.) άνθρωπος άστατος, που αλλάζει πεποιθήσεις ανάλογα με τις περιστάσεις, για να εξυπηρετεί το συμφέρον του.
[λόγ. < αρχ. χαμαιλέων, αιτ. -οντα]