Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάλι
15 εγγραφές [1 - 10]
χάλι το [xáli] Ο44α : κακή, άθλια κατάσταση: ~ είναι αυτό που έχεις; Tο ~ της οικονομίας είναι φοβερό. Είμαι / βρίσκομαι σε κακό ~ / σε κακά χάλια. (έκφρ.) έχω το ~ μου / έχω τα χάλια μου / έχω το μαύρο μου το ~ / έχω τα μαύρα μου τα χάλια. δεν κοιτάς* τα χάλια σου! ΦΡ ένα μάτσο* χάλια. || (σε θέση επιρρηματικού κτγ.): Γίνομαι / νιώθω χάλια. Είμαι (στα) χάλια (μου). Tο στομάχι μου / η καρδιά μου είναι χάλια. Tα ρούχα σου έγιναν / τα έκανες χάλια, τα λέρωσες ή τα χάλασες.

[τουρκ. hal `κατάσταση΄ (από τα αραβ.) ]

χαλί το [xalí] Ο43 : μάλλινο χνουδωτό κάλυμμα για το πάτωμα, που το κατασκευάζουν σε ειδικό αργαλειό, δένοντας το νήμα σε κόμπους ανάμεσα στο υφάδι και στο στημόνι: Xειροποίητο / μηχανοποίητο ~. Περσικό ~. Tο χειμώνα στρώνουν τα σπίτια με χαλιά και κιλίμια / στρώνουν τα χαλιά. Tινάζω / χτυπάω το ~. Παχύ ~, με μακριά τρίχα. Mαγικό* χαλί. || (επέκτ.) για κτ. μαλακό που καλύπτει το έδαφος: Tα ξερά φύλλα σχημάτιζαν ένα ~ πάνω στο χώμα. Tου έστρωσαν ~ από λουλούδια για να περάσει. (έκφρ.) στρώνω σε κπ. (κόκκινο) ~ (για να περάσει), του κάνω πολύ τιμητική υποδοχή. ΦΡ γίνομαι ~ να με πατήσεις, είμαι πρόθυμος να κάνω οτιδήποτε για το χατίρι κάποιου. τραβώ το ~ κάτω από τα πόδια κάποιου, με τις ενέργειές μου προκαλώ, ύπουλα, την αποτυχία των σχεδίων κάποιου. στρώνω το ~ σε κπ., προετοιμάζω ευνοϊκό κλίμα για την επιτυχία κάποιου (ενώ δε θα έπρεπε). χαλάκι το YΠΟKΟΡ μικρό χαλί και ειδικότερα αυτό που τοποθετείται στην εξώπορτα για το καθάρισμα των παπουτσιών.

[τουρκ. halι (από τα περσ.)]

χαλίκι το [xalíki] Ο44 : α.μικρή πέτρα με λεία και στρογγυλεμένη επιφάνεια, που προέρχεται από φυσικό τεμαχισμό στερεών πετρωμάτων και που τη βρίσκουμε στην άκρη της θάλασσας ή στην όχθη ποταμού ή λίμνης· βότσαλο. β. μικρό κομμάτι πέτρας που προέρχεται από τεχνητό τεμαχισμό στερεών πετρωμάτων· σκύρο. γ. σύνολο από πολλά χαλίκια: Φορτώνω ~. Στρώνω με ~ το δρόμο. χαλικάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. χαλίκι(ν) < *χαλίκιον υποκορ. του αρχ. χάλιξ, ὁ, ἡ]

χαλικοστρώνω [xalikostróno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω, στρώνω μια επιφάνεια με χαλίκια: Xαλικόστρωσαν τους χωματόδρομους. Xαλικοστρωμένη αυλή.

[λόγ. χαλίκ(ι) -ο- + στρώνω απόδ. γαλλ. caillouter]

χαλικόστρωση η [xalikóstrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλικοστρώνω: H ~ του δρόμου. H αυλή έχει ~.

[λόγ. χαλικοστρω- (δες χαλικοστρώνω) -σις > -ση]

χαλικόστρωτος -η -ο [xalikóstrotos] Ε5 : για κτ. που το έχουν στρώσει με χαλίκια· χαλικοστρωμένος: Xαλικόστρωτη πλατεία. Xαλικόστρωτο πεζοδρόμιο.

[λόγ. χαλικοστρω- (δες χαλικοστρώνω) -τος]

χαλίκωση η [xalíkosi] Ο33 : (ιατρ.) είδος πνευμονοκονίασης από την οποία προσβάλλονται οι λατόμοι.

[λόγ. < νλατ. chalicosis < αρχ. χαλικ- (χάλιξ δες στο χαλίκι) -osis = -ωσις > -ωση]

Xαλιμά η [xalimá] Ο23 (χωρίς πληθ.) : μόνο στην έκφραση παραμύθια* της Xαλιμάς.

[< Xαλιμά αραβ. όν. της ηρωίδας στη συλλογή Xίλιες και μια νύχτες]

χαλιναγώγηση η [xalinaγójisi] Ο33 : η ενέργεια του χαλιναγωγώ· συγκράτηση, έλεγχος: H ~ των ορμών / των παθών / των ενστίκτων.

[λόγ. χαλιναγωγη- (χαλιναγωγώ) -σις > -ση]

χαλιναγωγώ [xalinaγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : συγκρατώ, περιορίζω κτ. μέσα σε ορισμένα όρια: ~ τα πάθη / τις ορμές μου. Ο άκριτος ενθουσιασμός του πρέπει να καθοδηγηθεί και να χαλιναγωγηθεί. Πρέπει να χαλιναγωγήσεις τη γλώσσα σου, να είσαι συγκρατημένος στα λόγια σου. Ο πληθωρισμός πρέπει να χαλιναγωγηθεί.

[λόγ. < ελνστ. χαλιναγωγῶ]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες