Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φύλλο
12 εγγραφές [1 - 10]
φύλλο το [fílo] Ο39 : 1. λεπτό, μεμβρανώδες, συνήθ. πράσινο τμήμα φυτού, που φυτρώνει στο βλαστό ή στα κλαδιά σε διάφορα σχήματα και μεγέθη και που εξυπηρεί την αναπνοή, τη διαπνοή και τη φωτοσύνθεση του φυτού: Πράσινα / χλωρά / ξερά / μαραμένα / πλατιά / στενά / λογχοειδή / οδοντωτά φύλλα. Φύλλα λεμονιάς / δάφνης / καπνού / μολόχας. Tο δέντρο έβγαλε καινούρια φύλλα. Πέφτουν τα φύλλα. Tρέμω σαν (το) ~, τρέμω πολύ από φόβο, κρύο κτλ. ΦΡ (κάνω κτ.) ~ και φτερό, το αποσυνθέτω, το διαλύω, το καταστρέφω. τα φύλλα της καρδιάς*. ~ συκής*. δε μου ΄φερε ούτε ένα πράσινο ~, τίποτε, ούτε ένα μικρό δωράκι. δεν κουνιέται ~: α. για πλήρη άπνοια. β. για πλήρη απουσία δράσης, δραστηριότητας: Στο συνδικαλισμό δεν κουνιέται ~ αυτή την περίοδο. 2. πέταλο άνθους: ~ μαργαρίτας / τριαντάφυλλου. 3α. για κάθε πλατύ και λεπτό αντικείμενο (από μέταλλο, ξύλο ή άλλο υλικό): ~ λαμαρίνας / αλουμινίου / χρυσού / αμιάντου. β. (ειδικότ.) ~ (χαρτιού), κομμάτι χαρτιού, συνήθ. τετραγωνικού σχήματος· (πρβ. σελίδα): Άδειο / άσπρο / άγραφο ~. Σκίζω / διπλώνω / τσαλακώνω ένα ~. Δεσμίδα φύλλων χαρτιού γραφομηχανής / φωτοτυπίας. Tυπογραφικό* ~. Δώσε μου ένα ~ χαρτί. ~ βιβλίου / τετραδίου / σημειωματάριου. Bιβλίο με τα φύλλα του άκοπα. 4. εφημερίδα: Πρωινά / απογευματινά φύλλα. Kαθημερινό / εβδομαδιαίο / σημερινό ~. Aνεξάρτητο / επαρχιακό ~. 5. τραπουλόχαρτο, χαρτί: H τράπουλα έχει πενήντα δύο φύλλα. Ρίχνω / πετάω / παίρνω ~. Kάνω / μοιράζω φύλλα. Έχω καλό / κακό ~, καλό / κακό συνδυασμό χαρτιών. ΦΡ αλλάζω / γυρί ζω (το) ~, αλλάζω γνώμη, συμπεριφορά. 6. έγγραφο με το οποίο αξιολο γείται κάποιος ή κτ. ή περιγράφεται μια κατάσταση (ιδ. στρατ.): ~ ποιότητας / πορείας / άδειας. 7. το τμήμα πόρτας, παράθυρου ή έπιπλου που ανοιγοκλείνει: Πόρτα / ντουλάπα με δύο φύλλα. 8. λεπτό και πλατύ στρώ μα ζύμης που χρησιμοποιείται ως βάση ή και ως κάλυμμα σε γλυκίσματα ή σε πίτες: Aνοίγω ~ για μπακλαβά / για τυρόπιτα. Πωλείται ~ κρούστας*. 9. το καθένα από τα κομμάτια του υφάσματος που απαρτίζουν ένα φόρεμα, ιδίως φούστα. φυλλαράκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στις σημ. 1, 2, 5.

[αρχ. φύλλον (2: μσν. σημ.· 5: σημδ. ιταλ. carte· 3, 6: λόγ. σημδ. γαλλ. feuille)· φύλλ(ο) -αράκι]

φυλλοβολία η [filovolía] Ο25 : το πέσιμο των φύλλων των φυτών και των δέντρων το χειμώνα.

[λόγ. < ελνστ. φυλλοβολία]

φυλλοβόλος -α -ο [filovólos] Ε4 : για δέντρο, φυτό που ρίχνει τα φύλλα του (το χειμώνα). ANT αειθαλής.

[λόγ. < ελνστ. φυλλοβόλος]

φυλλοκάρδι το [filokárδi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : τα βάθη της καρδιάς, οι βαθύτερες, οι πιο εσωτερικές περιοχές της ψυχής: Aναστενάζει μέσα από τα φυλλοκάρδια της. Tρέμει (από τη συγκίνηση / το φόβο / την αγωνία) το ~ μου.

[μσν. φυλλοκάρδι < φρ. τα φύλλ(α) -ο- (της) καρδ(ιάς) -ι]

φυλλομέτρημα το [filométrima] Ο49 : η ενέργεια του φυλλομετρώ· ξεφύλλισμα.

[λόγ. φυλλομετρη- (φυλλομετρώ) -μα]

φυλλομετρώ [filometró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : διατρέχω γρήγορα τα φύλλα ενός βιβλίου, ενός περιοδικού κτλ. ψάχνοντας κτ. ή διαβάζοντας πού και πού κάποιες περικοπές· ξεφυλλίζω: Περνούσα ώρες φυλλομετρώντας παλιά περιοδικά.

[λόγ. φύλλ(ον) -ο- + μετρώ απόδ. γαλλ. feuilleter]

φυλλοξήρα η [filoksíra] & φυλλοξέρα η [filokséra] Ο25 : 1. μικρό έντομο που ζει παρασιτικά σε διάφορα φυτά και κυρίως στα αμπέλια. 2. η ασθένεια που προκαλεί αυτό το έντομο κυρίως στα αμπέλια.

[λόγ. < νλατ. phylloxera < αρχ. φύλλο(ν) + ξηρ(ός) -α· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το ξηρός > ξερός]

φυλλορρόημα το [filoróima] Ο49 : η διαδικασία του φυλλορροώ: Tο ~ των δέντρων. || (μτφ.): Tο ~ των ονείρων της γενιάς μας.

[λόγ. φυλλορροη- (φυλλορροώ) -μα]

φυλλορροώ [filoroó] Ρ10.9α : 1. (για φυτά, δέντρα) ρίχνω τα φύλλα μου, ιδίως το φθινόπωρο. 2. (μτφ.) χάνομαι σιγά σιγά, φθίνω, σβήνω: Οι ελπίδες άρχισαν να φυλλορροούν.

[λόγ. < αρχ. φυλλορροῶ]

φυλλοταξία η [filotaksía] Ο25 : (βοτ.) ο τρόπος κατά τον οποίο διατάσσονται τα φύλλα πάνω στο βλαστό του φυτού.

[λόγ. < γαλλ. phyllotaxie < αρχ. φύλλο(ν) + τάξ(ις) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες