Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φόνος ο [fónos] Ο18 : βίαιη αφαίρεση της ζωής ανθρώπου από άνθρωπο· (πρβ. ανθρωποκτονία). || (νομ.) η προμελετημένη ανθρωποκτονία: Kατηγορείται για το φόνο δύο ατόμων. Διαπράττω / κάνω φόνο, σκοτώνω. Tα αίτια του φόνου παραμένουν άγνωστα και ο δράστης ασύλληπτος.
[λόγ. < αρχ. φόνος]