Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυσικός -ή -ό [fisikós] Ε1 : I1. που ανήκει, που αναφέρεται στη φύση, που έχει σχέση με την έρευνά της και με τις αρχές που τη διέπουν: ~ κόσμος. Φυσικά φαινόμενα. Φυσικοί νόμοι. Φυσικές επιστήμες. Φυσική ιστορία. Φυσικές θρησκείες, που θεοποιούν φυσικές δυνάμεις. 2α. που εμφανίζεται, που συναντιέται, βρίσκεται ή συμβαίνει στη φύση, που δεν παράγεται από τον άνθρωπο. ANT τεχνητός: Φυσικό περιβάλλον / λιμάνι / οχυρό / φως. Φυσικά λουλούδια. ANT ψεύτικα. Φυσικά προϊόντα. ~ χυμός πορτοκαλιού. Tο άρωμα περιέχει φυσικές ουσίες. || (μουσ.) Φυσικοί ήχοι. β. αρχικός, εκ γενετής: Φυσικό χρώμα δέρματος / μαλλιών. γ. που τον παρέχει η φύση: Φυσικοί πόροι. Φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές. 3. που προκύπτει από το φυσικό νόμο, που συμβαίνει ή υπάρχει σύμφωνα με αυτόν: Οι φυσικές λειτουργίες του σώματος. Παρουσιάζει μια φυσική αντίσταση στα μικρόβια. H ασθένεια ακολουθεί (μια) φυσική πορεία. ~ θάνατος, από γηρατειά, από αρρώστια. ANT βίαιος. 4. που συμβαίνει, που υπάρχει σαν να προκύπτει από φυσικό νόμο· που παρουσιάζεται ως αναγκαία, ως λογική συνέπεια, (σχεδόν) αυτονόητος: ~ σύμμαχος / δικα στής. Φυσική πορεία / ροή των πραγμάτων. Φυσικό συμπέρασμα / επακόλουθο. Φυσική συνέπεια. Είναι το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο. Είναι / το θεωρώ τελείως φυσικό να διαφωνούν. || (νομ.) Φυσικό δίκαιο*. 5. (μτφ.) που είναι απροσποίητος, ανεπιτήδευτος, ειλικρινής, αληθινός. ANT πλαστός, προσποιητός, τεχνητός: Φυσική συμπεριφορά / ευγένεια. Φυσικό ύφος. Φυσικό παίξιμο ηθοποιού. 6. που ανταποκρίνεται στη φύση, που είναι όπως στη φύση: Φυσικό μέγεθος. Φυσικές διαστάσεις. || (μαθημ.) φυσικοί αριθμοί, οι απλοί ακέραιοι αριθμοί (1, 2, 3, 4 κτλ.). || (φυσ.) φυσικό εκκρεμές, κάθε στερεό σώμα που στρέφεται γύρω από οριζόντιο άξονα. || (χημ.) φυσικό αέριο, αέριο που βρίσκεται σε υπόγεια κοιτάσματα μόνο του ή μαζί με φυσικό πετρέλαιο. (βιολ.) φυσική επιλογή, η διαδικασία κατά την οποία από το σύνολο των ατόμων ορισμένου είδους ζώων ή φυτών επιζούν όσα αντέχουν περισσότερο ή προσαρμόζονται ευκολότερα με αποτέλεσμα τη βελτίωσή τους· επιλογή των ειδών. || (γλωσσ.) φυσική γλώσσα, μητρική γλώσσα μιας κοινότητας, που προέκυψε ιστορικά και που συνδέεται με την κοινωνία και τον πολιτισμό που τη γέννησε. ANT τεχνητή, βοηθητική, διεθνής: H ελληνική είναι φυσική γλώσσα, η εσπεράντο τεχνητή. ~ ομιλητής μιας γλώσσας, αυτός που μιλάει τη μητρική του γλώσσα. || (νομ.) ο γνήσιος, ο μη θετός: Φυσικό τέκνο. ~ πατέρας. Φυσική μητέρα. Φυσικοί γονείς. ANT θετός. Φυσικό πρόσωπο*. ANT νομικό. II1. που αφορά το σώμα, που εκπορεύεται από αυτό, σωματικός, υλικός. ANT πνευματικός, ψυχικός: Φυσική δύναμη / υπεροχή / προσπάθεια / κατάρρευση / αγωγή*. ~ πόνος / κάματος. Οι παίκτες βρίσκονται σε καλή φυσική κατάσταση. Διαθέτει τα φυσικά προσόντα για αθλητής. || (νομ.) ~ αυτουργός*. ANT ηθικός. 2. που πηγάζει από την ανθρώπινη φύση: Φυσική απέχθεια / αντιπάθεια / αποστροφή. Φυσικές ανάγκες, οι σωματικές ανάγκες. III1. που αφορά τη γεωμορφολογία, το κλίμα και τα ύδατα: Φυσική γεωγραφία. ~ χάρτης, που απεικονίζει τη φυσική διαμόρφωση της επιφάνειας της γης. 2. (ως ουσ.) α. η φυσική: α1. επιστήμη που με πειράματα και με μετρήσεις ερευνά τα φαινόμενα, τις διαδικασίες και τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, και ιδίως την ανόργανη ύλη, τις ακτινοβολίες και τα δυναμικά πεδία: Πειραματική / θεωρητική / εφαρμοσμένη φυσική. Σπουδάζω φυσική. H πρόοδος / η εξέλιξη της φυσικής. || το αντίστοιχο μάθημα ή και το βιβλίο: Πήρε καλό βαθμό στη φυσική. ΣYN (παρωχ.) τα φυσικά. α2. επιστήμη που μελετά ένα συγκεκριμένο πεδίο της φύσης: Πυρηνική / ιατρική / μοριακή φυσική. β. ο φυσικός*. γ. το φυσικό: γ1. (σωματική) ιδιότητα, συνήθεια, χούι: Έχει το φυσικό να κοιμάται νωρίς. Πήρε τα φυσικά του πατέρα του. Kαλό / κακό φυσικό. γ2. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία: Είναι στο φυσικό του να συγκινείται και να κλαίει με το παραμικρό. (έκφρ.) από φυσικού (του), από τη φύση του: Είναι από φυσικού του ήπιος άνθρωπος. γ3. (γραφικές τέχνες) το μέγεθος 1:1, το πανομοιότυπο προς το πρότυπο, το φυσικό μέγεθος. || (λόγ. έκφρ.) εκ του φυσικού: Zωφραφίζει / σχεδιάζει εκ του φυσικού, έχοντας μπροστά του το φυσικό πρότυπο, το πραγματικό αντικείμενο.
φυσικά ΕΠIΡΡ 1. (σχεδόν) αυτονόητα, κατά λογική συνέπεια ή ανάγκη: Aργήσαμε και ~ χάσαμε το τρένο. 2. κατά τρόπο που συμβαίνει, που εμφανίζεται στη φύση, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση: Tοποθεσία ~ οχυρή. 3. ειλικρινά, ανεπιτήδευτα, απροσποίητα: Φέρεται / μιλάει / γελάει ~. [λόγ.: I, II: αρχ. φυσικός & σημδ. (ιδ. σημ. Ι2, 5, ΙΙ) γαλλ. naturel & αγγλ. natural· ΙΙΙ: γαλλ. physique < λατ. physica `φυσικές επιστήμες΄ < αρχ. φυσική `μελέτη των πραγμάτων της φύσης΄ (ΙΙΙ2γ: λαϊκό ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. φυσικός]