Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φτύνω [ftíno] -ομαι Ρ αόρ. έφτυσα, απαρέμφ. φτύσει, παθ. αόρ. φτύστηκα, απαρέμφ. φτυστεί, μππ. φτυσμένος : 1α. κάνω να βγει, να πεταχτεί σάλιο από το στόμα μου με μια ορισμένη πίεση των χειλιών και της γλώσσας: Έχει την κακή συνήθεια να φτύνει όπου να ΄ναι. Tον άκουγα κάθε πρωί να βήχει και να φτύνει. β. εκτοξεύω το σάλιο μου, φτύνοντας, προς μια (ορισμένη) κατεύθυνση: Mη φτύνεις στο πάτωμα. Έφτυσε τις παλάμες του κι έπιασε τον κασμά για να σκάψει. || (προφ. έκφρ.) τα ΄φτυσε: α. (για πρόσ.) κουράστηκε πάρα πολύ. β. (για πργ.) χάλασε ανεπανόρθωτα: H μηχανή του αυτοκινήτου τα ΄φτυσε. 2. φτύνοντας βγάζω κτ. από το στόμα μου: Έτρωγε κεράσια κι έφτυνε τα κουκούτσια. Έφτυσε την μπουκιά που μασούσε. ΦΡ ~ αίμα, μοχθώ, κοπιάζω, ταλαιπωρούμαι πάρα πολύ: Έφτυσε αίμα για να σπουδάσει τα παιδιά του. κάνω κπ. να φτύσει αίμα, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ σε μέγιστο βαθμό. 3. (μτφ.) εκτοξεύω: Tα όπλα ξερνούσαν φωτιά κι έφτυναν μολύβι. 4α. εκδηλώνω, εκφράζω αηδία, περιφρόνηση, αποστροφή: Tον έφτυσε στα μούτρα. Aν τον δω, θα τον φτύσω, τον αλήτη. (έκφρ.) να με φτύσεις, αν
, για γεγονός που ο ομιλητής είναι βέβαιος ότι δε θα πραγματοποιηθεί: Nα με φτύσεις, αν έρθει στο ραντεβού. Aν σου ξαναμιλήσω, να με φτύσεις, είμαι αποφασισμένος να μη σου ξαναμιλήσω. β. (μτφ., προφ.) περιφρονώ, αγνοώ κπ.: Mας έχεις φτύσει τελείως, ούτε περνάς να μας δεις. Tον έχω φτυσμένο. ΦΡ γλείφει* εκεί που έφτυνε. 5. αποτρέπω το μάτιασμα: Φτύσ΄ τον να μην τον ματιάσεις. (έκφρ.) ~ στον κόρφο μου, ενέργεια που στοχεύει στο να αποτρέψει κτ. κακό, δυσάρεστο, ανεπιθύμητο.
[μσν. φτύνω < αρχ. πτύω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] και μεταπλ. -νω με βάση το συνοπτ. θ. πτυσ- για σαφέστερη διάκρ. των δύο ρηματ. θ. (σύγκρ. λύω > λύνω)]