Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φοβέρα η [fovéra] Ο25α : 1. προσπάθεια πρόκλησης φόβου σε κπ.· εκφοβισμός: Mε τη ~ δε θα καταφέρεις τίποτα, πάρ΄ τον με το καλό. 2. αυτό που λέγεται ή γίνεται για να προκαλέσει φόβο: Εκτοξεύει φοβέρες και απειλές εναντίον όλων. (γνωμ.) και ο άγιος* ~ θέλει.
[μσν. φοβέρα < φοβερ(ός), φοβερ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]