Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλοσοφικός
1 εγγραφή
φιλοσοφικός -ή -ό [filosofikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στη φιλοσοφία ή που ταιριάζει σε φιλόσοφο: Φιλοσοφική σκέψη / θεώρηση / πραγματεία / διάσταση. ~ στοχασμός. Φιλοσοφικό σύστημα. (λόγ. έκφρ.) φιλοσοφική λίθος*. || Φιλοσοφική Σχολή και ως ουσ. η Φιλοσοφική, πανεπιστημιακή σχολή θεωρητικής κατεύθυνσης, που περιλαμβάνει διάφορα τμήματα και στην οποία διδάσκονται η φιλολογία, η ιστορία, η αρχαιολογία, η φιλοσοφία, η παιδαγωγική, η ψυχολογία κτλ. φιλοσοφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. φιλοσοφικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες