Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλ*
155 εγγραφές [101 - 110]
φιλοναζιστής ο [filonazistís] Ο7 θηλ. φιλοναζίστρια [filonazístria] Ο27 : ο φιλοναζί.

[λόγ. φιλο- + ναζιστής· λόγ. φιλοναζισ(τής) -τρια]

φιλονικία η [filonikía] Ο25 : η ανταλλαγή (στη βάση κάποιας διαφωνίας, διαφοράς) εχθρικών ή και υβριστικών λόγων μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων· καβγάς, τσάκωμα, μάλωμα, λογομαχία: Ύστερα από μια έντονη ~ ψυχράθηκαν μεταξύ τους.

[λόγ. < αρχ. φιλονικία]

φιλόνικος -η -ο [filónikos] Ε5 : που του αρέσει, που έχει την τάση να φιλονικεί, να τσακώνεται· καβγατζής.

[λόγ. < αρχ. φιλόνικος]

φιλονικώ [filonikó] Ρ10.9α : ανταλλάσω με κπ. ή με κάποιους (στη βάση κάποιας διαφωνίας, διαφοράς) έντονα εχθρικά ή και υβριστικά λόγια· καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω, λογομαχώ: Δε θέλω να φιλονικήσω μαζί του, αν και έχω απόλυτο δίκιο.

[λόγ. < αρχ. φιλονικῶ]

φιλοξενία η [filoksenía] Ο25 : 1. η προθυμία, η φιλική διάθεση στην υποδοχή και κυρίως στη δωρεάν παροχή στέγης, τροφής και περιποίησης σε ένα ή σε περισσότερα άτομα κατά την προσωρινή τους παραμονή σε ξένο σπίτι: Είναι γνωστή η πατροπαράδοτη ελληνική ~. Ευχαριστούμε για τη ~. Δε θέλω να καταχραστώ τη ~ σας. 2α. η δωρεάν παροχή στέγης, τροφής και περιποίησης: Παρέχω ~. Οι μετανάστες βρήκαν ~ και συμπαράσταση στη χώρα υποδοχής, ευνοϊκή, θετική υποδοχή και φροντίδα. β. για επί πληρωμή παροχή υπηρεσιών: H ~ στα ξενοδοχεία του νησιού είναι άψογη, η εξυπηρέτηση.

[λόγ. < αρχ. φιλοξενία]

φιλόξενος -η -ο [filóksenos] Ε5 : που είναι πρόθυμος στην παροχή φιλοξενίας. ANT αφιλόξενος: Οι Ολλανδοί είναι ~ λαός. || Tο συνέδριο έγινε στο φιλόξενο χώρο του Πνευματικού Kέντρου. φιλόξενα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. φιλόξενος]

φιλοξενούμενος -η -ο [filoksenúmenos] Ε5 : που τον φιλοξενούν. || (συνήθ. ως ουσ.) ο φιλοξενούμενος, θηλ. φιλοξενούμενη, ο επισκέπτης, ο καλεσμένος: Περιποιήσου το φιλοξενούμενό μας. Φιλοξενούμενοι της εκπομπής είναι συχνά γνωστές προσωπικότητες.

[λόγ. μπε. του φιλοξενώ]

φιλοξενώ [filoksenó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παρέχω φιλοξενία: Tις γιορτές φιλοξενούσαμε στο σπίτι έναν οικογενειακό φίλο. Όταν κατεβαίνω στην Aθή να, φιλοξενούμαι στο σπίτι του αδελφού μου. 2. παρέχω σε κπ. δωρεάν τόπο διαμονής, άσυλο, καταφύγιο: Οι άστεγοι εξαιτίας των σεισμών φιλο ξενήθηκαν στο στάδιο και στα σχολικά κτίρια. Mετά τον εμφύλιο οι γειτονικές χώρες φιλοξένησαν τους πολιτικούς πρόσφυγες από την Ελλάδα. || (ειρ.): Φιλοξενήθηκε μερικές ώρες στο κρατητήριο για διατάραξη της κοινής ησυχίας. 3α. διαθέτω σε κπ. ένα χώρο (συνήθ. για κάποιες δραστηριότητες): H εκδήλωση / η έκθεση ζωγραφικής φιλοξενήθηκε στην αίθου σα του Πολιτιστικού Kέντρου. H εφημερίδα φιλοξενεί συχνά στις σελίδες της επιστολές αναγνωστών. Tα ράφια της βιβλιοθήκης του φιλοξενούν πολλά σπάνια βιβλία. β. παρέχω σε κπ. υπηρεσίες επί πληρωμή: Tο ξενοδοχείο μπορεί να φιλοξενήσει εκατό άτομα, να δεχτεί, να εξυπηρετήσει.

[λόγ.: 1: ελνστ. φιλοξενῶ· 2: σημδ. γαλλ. hospitaliser· 3: σημδ. αγγλ. host]

φιλοπατρία η [filopatría] Ο25 : η συναισθηματική σχέση με τον εθνικό χώρο, η αγάπη προς την πατρίδα· πατριωτισμός: Έδωσε δείγματα υψηλής φιλοπατρίας.

[λόγ. < αρχ. φιλοπατρία]

φιλόπατρις ο [filópatris] Ο γεν. φιλοπάτριδος, πληθ. φιλοπάτριδες, γεν. φιλοπάτριδων : (λόγ.) αυτός που αγαπάει την πατρίδα, τη χώρα του· πατριώτης: Σ΄ όλη του τη ζωή υπήρξε φλογερός ~.

[λόγ. < ελνστ. φιλόπατρις]

< Προηγούμενο   1... 9 10 [11] 12 13 ...16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες