Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλ*
155 εγγραφές [21 - 30]
φιλαυτία η [filaftía] Ο25 : (λόγ.) η υπερβολική αγάπη προς τον εαυτό μας· εγωκεντρισμός, εγωισμός.

[λόγ. < αρχ. φιλαυτία]

φίλαυτος -η -ο [fílaftos] Ε5 : α. που αγαπάει υπερβολικά τον εαυτό του· εγωιστής, εγωκεντρικός. β. που τον χαρακτηρίζει η φιλαυτία: Φίλαυτη συμπεριφορά.

[λόγ. < αρχ. φίλαυτος]

φιλέ το [filé] Ο (άκλ.) & φιλές ο [filés] Ο13 : I. δικτυωτό πλέγμα (από νήμα ή από πλαστικό) που χρησιμοποιείται: 1α. για να συγκρατούνται τα γυναικεία μαλλιά: Ένα ~, ένα πιστολάκι και μια χτένα. β. για να χωρίζει στα δύο τον αγωνιστικό χώρο σε ορισμένα αθλήματα, π.χ. βόλεϊ, πιγκ πογκ, τένις· δίχτυ: Tα χέρια των παικτών δεν πρέπει να ακουμπάνε στο ~. 2. (και ως επίθ.) ό,τι μοιάζει με δίχτυ: Kάλτσες ~, δικτυωτές. Πλέξη ~. II. (τυπ.) μικρή, λεπτή γραμμή, που χρησιμοποιείται για να διαχωρίζει αυτοτελή κείμενα σε εφημερίδες και σε περιοδικά. φιλεδάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. filet· μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]

φιλειρηνικός -ή -ό [filirinikós] Ε1 : 1. που αγαπάει την ειρηνική, την ήσυ χη ζωή: Φιλειρηνικοί άνθρωποι / λαοί· (πρβ. ειρηνόφιλος). 2. που επιδιώ κει, που στοχεύει στην εξασφάλιση της ειρήνης: H κυβέρνηση ακολουθεί φιλειρηνική πολιτική.

[λόγ. < μσν. φιλειρηνικός < φιλ(ο)- + ειρηνικός]

φιλειρηνισμός ο [filirinizmós] Ο17 : κοινωνική θεωρία και πολιτική αντίληψη σύμφωνα με την οποία οι διαφορές μεταξύ των εθνών μπορούν και πρέπει να επιλύονται ειρηνικά, με διαπραγματεύσεις και όχι με τη βία, με πολέμους· πασιφισμός.

[λόγ. φιλειρην(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. pacifisme]

φιλεκπαιδευτικός -ή -ό [filekpeδeftikós] Ε1 : που στοχεύει στην προαγωγή των εκπαιδευτικών θεμάτων: Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία.

[λόγ. φιλ(ο)- + εκπαιδευτικός]

φιλελευθερισμός ο [filelefθerizmós] Ο17 : 1. το σύνολο των ιδεών, των θεωριών και των αρχών με τις οποίες διακηρύσσεται η ελευθερία του ατόμου στο οικονομικό, στο πολιτικό και στο θρησκευτικό επίπεδο· λιμπεραλισμός: Ο ~ ήρθε το 18ο αι. ως αντίδραση στους περιορισμούς του ατόμου από τη μεσαιωνική παράδοση. Πολιτικός / οικονομικός / θρησκευτικός ~. H ιδεολογία του φιλελευθερισμού στήριξε πολλές φορές απολυταρχικά καθεστώτα. 2. η προσήλωση στις αρχές του φιλελευθερισμού: Yπήρξε πάντα συνεπής στο φιλελευθερισμό του.

[λόγ. φιλελεύθερ(ος)2 -ισμός μτφρδ. αγγλ. liberalism]

φιλελευθεροποίηση η [filelefθeropíisi] Ο33 : η άρση περιορισμών και απαγορεύσεων: ~ της οικονομίας.

[λόγ. φιλελεύθερ(ος)2 -ο- + -ποίηση απόδ. αγγλ. liberalization]

φιλελευθεροποιώ [filelefθeropió] -ούμαι Ρ10.9 : αίρω περιορισμούς και απαγορεύσεις, επιχειρώ φιλελευθεροποίηση: Tο καθεστώς / η κοινωνία / η οικονομία φιλελευθεροποιήθηκε.

[λόγ. φιλελεύθερ(ος)2 -ο- + -ποιώ απόδ. αγγλ. liberalize]

φιλελεύθερος -η -ο [fileléfθeros] Ε5 : 1. που αγαπάει την ελευθερία: Έχει φιλελεύθερες ιδέες. 2. που κινείται, που δρα ή εκφράζεται στα πλαίσια του φιλελευθερισμού: Φιλελεύθερη πολιτική / οικονομία / ιδεολογία. Φιλελεύθερα ρεύματα / καθεστώτα. || που είναι οπαδός του φιλελευθερισμού: ~ πολιτικός. || (ως ουσ.) ο φιλελεύθερος, οπαδός του φιλελευθερισμού: Σύγκρουση των φιλελευθέρων με τους μοναρχικούς.

[λόγ.: 1: ελνστ. φιλελεύθερος· 2: σημδ. αγγλ. liberal]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες