Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φεγγαρόλουστος -η -ο [feŋgarólustos & fegarólustos] Ε5 : που είναι λουσμένος, πλημμυρισμένος στο φως του φεγγαριού: Φεγγαρόλουστες βραδιές.
[λόγ. φεγγάρ(ι) -ο- + λουσ- (λούζω) -τος κατά το ηλιόλουστος]
- φεγγαροπρόσωπος -η -ο [feŋgaroprósopos & fegaroprósopos] Ε5 : που έχει στρόγγυλο και φωτεινό πρόσωπο.
[φεγγάρ(ι) -ο- + πρόσωπ(ο) -ος]
- φεγγαρόφωτος -η -ο [feŋgarófotos & fegarófotos] Ε5 : που τον φωτίζει το φεγγάρι: Φεγγαρόφωτη νυχτιά. || (ως ουσ.) το φεγγαρόφωτο, το φως του φεγγαριού· σεληνόφως: Bαρκάδα στο φεγγαρόφωτο.
[φεγγάρ(ι) -ο- + φωτ- (φως) -ος]