Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φεγγάρι το [feŋgári & fegári] Ο44 : 1. η σελήνη: Λαμπρό / γεμάτο / στρόγγυλο / λειψό / μισό / νέο ~. Ολόγιομο ~, η πανσέληνος. Φάνηκε / βγήκε / λάμπει / χάθηκε το ~. Tο ~ είναι στη γέμιση / στη χάση του. Tο πρόσωπό της είναι στρόγγυλο σαν (το) ~. Tο ασημένιο φως του φεγγαριού. Είναι πλατιά διαδομένη η λαϊκή πίστη στις μαγικές ιδιότητες του φεγγαριού. || Ο άνθρωπος έφτασε / πάτησε στο ~, στη Σελήνη. || (επέκτ., προφ.) για δορυφόρους άλλων πλανητών: Ο Άρης έχει δύο φεγγάρια. 2. το φως του φεγγαριού, το σεληνόφως: Πάμε μια βόλτα με το ~; Nύχτα σκοτεινή, χωρίς ~. Tο ~ έκανε τη νύχτα μέρα. 3. (προφ.) για χρονικό διάστημα (ακαθόρι στα μεγάλο ή μικρό): Ένα ~ έκανα και το σερβιτόρο. Έχω κάτι φεγγάρια να τον δω, πολύ καιρό. ΦΡ είναι με τα φεγγάρια του ή έχει τα φεγγάρια του, για κπ. που παρουσιάζει αιφνίδιες, έντονες αλλαγές στη συμπεριφο ρά του (ιδιοτροπίες, παραξενιές κτλ.).
φεγγαράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. φεγγάρι < φεγγάριον υποκορ. του αρχ. φέγγ(ος) `φεγγαρόφωτο΄ -άριον]