Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φασούλι το [fasúli] Ο44 : 1. (προφ., λαϊκότρ.) φασόλι. ΠAΡ ~ το ~ γεμίζει το σακούλι, η συστηματική αποταμίευση μικρών ποσοτήτων οδηγεί στη δημιουργία μεγάλου αποθέματος. 2. στις ΦΡ βγάζω ένα / καινούριο ~, δημιουργώ απροσδόκητα, ξαφνικά ένα καινούριο (συνήθ. ενοχλητικό) θέμα, πρόβλημα. άλλο ~ πάλι κι αυτό!, καινούριο, απροσδόκητο πρόβλημα.
[1: μσν. φασούλιν < φασούλιον υποκορ. του ελνστ. φάσουλος ή ελνστ. φασίουλος < φασίολος (δες στο φασόλι) με τροπή [o > u] από επίδρ. του [l] · 2: ιταλ. αρσ. fasulo `ψεύτικος΄, πληθ. fasuli που θεωρήθηκε ουδ. εν. με παρετυμ. φασούλι1]