Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φάντης ο [fántis & fándis] Ο11 : τραπουλόχαρτο με τη φιγούρα νεαρού άντρα· βαλές: ~ κούπα / σπαθί. ΦΡ ~ μπαστούνι, για απροσδόκητη, ξαφνική και συχνά ανεπιθύμητη εμφάνιση κάποιου: Παρουσιάστηκε / εμφανίστηκε μπροστά μου (σαν) ~ μπαστούνι. τι σχέση έχει ο ~ με το ρετσινόλαδο;, για πράγματα τελείως άσχετα μεταξύ τους.
[ιταλ. fant(e) -ης]